Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Η άνοδος της ασημαντότητας

ΟΛΙΒΙΕ ΜΟΡΕΛ: Άρα η δουλειά του διανοούμενου είναι δουλειά κριτική, εφόσον αναιρεί τα προφανή και καταγγέλλει όσα μοιάζουν αυτονόητα. Αυτό φαντάζομαι είχατε κατά νούν, όταν γράφατε: « Αρκούσε να διαβάσει κανείς έξι αράδες του Στάλιν για να καταλάβει πως η επανάσταση δεν μπορούσε να είναι αυτό».

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ: Ναι, αλλά κι εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση: η δουλειά του διανοούμενου θα έπρεπε να είναι μια δουλειά κριτική, και πράγματι αυτόν τον ρόλο έπαιξε συχνά στην ιστορία. Για παράδειγμα, τη στιγμή της γέννησης της Φιλοσοφίας στην Ελλάδα οι Φιλόσοφοι αμφισβητούν τις Κατεστημένες συλλογικές παραστάσεις, τις ιδέες για τον Κόσμο, για τους Θεούς για την σωστή τάξη της πόλεως.

Αρκετά γρήγορα όμως επέρχεται ο εκφυλισμός: οι διανοούμενοι εγκαταλείπουν, ΠΡΟΔΙΔΟΥΝ τον κριτικό τους ρόλο και γίνονται εκλογικευτές του υπάρχοντος, απολογητές της καθεστηκυίας τάξης.

Το πιο ακραίο, αλλά και πιο εύγλωττο σίγουρα παράδειγμα, έστω και μόνον επειδή ενσαρκώνει τη μοίρα και την αναγκαία σχεδόν κατάληξη της κληρονομημένης φιλοσοφίας, είναι ο Χέγκελ, ο οποίος διακηρύσσει στο τέλος: «Ό,τι είναι λογικό είναι πραγματικό, και ό,τι είναι πραγματικό είναι λογικό».

Στα πρόσφατα χρόνια έχουμε δύο χτυπητές περιπτώσεις του ίδιου φαινομένου: στην μέν Γερμανία τον Χάιντεγκερ και τη βαθιά του προσχώρηση, πέρα από συγκυριακές μεταβολές και ανεκδοτολογικά γεγονότα, στο «πνεύμα» του ναζισμού, στην δε Γαλλία τον Σαρτρ, ο οποίος από το 1952 τουλάχιστον και μετά δικαιολόγησε τα ΣΤΑΛΙΝΙΚΑ καθεστώτα και, όταν ήρθε σε ρήξη με τον τρέχοντα Κομμουνισμό, έγινε υποστηρικτής του ΚΑΣΤΡΟ, του ΜΑΟ κλπ.

Η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει πολύ στην ουσία, μόνο στην έκφρασή της. Μετά την κατάρρευση των Ολοκληρωτικών καθεστώτων και την κονιορτοποίηση του Μαρξισμού – Λενινισμού. Οι δυτικοί διανοούμενοι στην πλειονότητά τους περνούν τον καιρό τους εξυμνώντας τα δυτικά Καθεστώτα ως καθεστώτα «δημοκρατικά», που μπορεί να μην είναι ιδεώδη (δεν γνωρίζω τι μπορεί να σημαίνει αυτή η έκφραση), αλλά πάντως είναι τα καλύτερα ανθρωπίνως δυνατά καθεστώτα, και δηλώνοντας ότι όποια δήποτε κριτική αυτής της ψευδοδημοκρατίας οδηγεί κατευθείαν στο Γκουλάγκ.

Κι έτσι μια ακατάσχετη επανάληψη της κριτικής του ολοκληρωτισμού που φτάνει με καθυστέρηση εβδομήντα, εξήντα, πενήντα, σαράντα, τριάντα, είκοσι χρόνων, (ΠΟΛΛΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ «ΑΝΤΙΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΙ» ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΑΝ ΤΟΝ ΜΑΟΪΣΜΟ ως Της ΑΡΧΕΣ Της ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’70) και που επιτρέπει την αποσιώπηση των καυτών προβλημάτων του παρόντος: της αποσύνθεσης των Δυτικών Κοινωνιών, της Απάθειας, του Κυνισμού και της Διαφθοράς που βασιλεύουν στην Πολιτική, της καταστροφής του περιβάλλοντος, της κατάστασης των ΕΞΑΘΛΙΩΜΕΝΩΝ ΧΩΡΩΝ κλπ.

Η πάλι, άλλη υποπερίπτωση του ίδιου φαινομένου, βλέπουμε κάποιους να αποτραβιούνται στον πλαστικό τους πύργο τους και μέσα σε αυτόν κανακεύουν τα πολύτιμα προσωπικά τους δημιουργήματα…

Ο.Μ.: Η πολιτική και αγωνιστική διάσταση στάθηκε πάντοτε για σας πρωταρχικής σημασίας; Μήπως η φιλοσοφική στάση είναι το σιωπηρό σημείο που καθορίζει την πολιτική θέση; Μήπως πρόκειται για δύο ασυμβίβαστες δραστηριότητες;

Κ.Κ.: Ασφαλώς όχι. Αλλά πρώτα μια διευκρίνιση: είπα ήδη ότι για μένα οι δύο διαστάσεις ήταν από αρχή κιόλας αξεχώριστες παράλληλα όμως, και εδώ και πολλά χρόνια, θεωρώ ότι δεν υπάρχει άμεσο πέρασμα από την φιλοσοφία στην πολιτική.

Η συγγένεια φιλοσοφίας και πολιτικής έγκειται στο ότι και οι δύο σαν στόχο τους έχουν την ελευθερία, την αυτονομία μας –ως πολιτών και ως σκεπτόμενων ανθρώπων-, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ως αφετηρία μια βούληση –στηριγμένη στην σκέψη, διαυγής, αλλά πάντως βούληση- που στόχο της έχει την ελευθερία.

Αντίθετα με τις Ανοησίες που κυκλοφορούν και πάλι αυτήν την στιγμή στη Γερμανία, δεν υπάρχει ορθολογική θεμελίωση του Λόγου, ούτε ορθολογική θεμελίωση της ελευθερίας.

Υπάρχει βέβαια, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, μια λογική δικαιολόγηση – αυτή όμως έρχεται εκ των υστέρων, και στηρίζεται σ’ εκείνο που γίνεται δυνατόν για τους ανθρώπους μόνο χάρη στην αυτονομία.

Το εύστοχον, από την πολιτική άποψη, της φιλοσοφίας συνίσταται στο ότι η φιλοσοφική κριτική και διαύγαση επιτρέπουν την καταστροφή των ψευδών φιλοσοφικών (ή θεολογικών) προϋποθέσεων, οι οποίες ακριβώς τόσο συχνά χρησίμευσαν στην δικαιολόγηση των ετερόνομων καθεστώτων.

https://keimena11.files.wordpress.com/2011/02/cebaceb1cf83cf84cebfcf81ceb9ceb1ceb4ceb7cf83-ceb7-ceb1cebdcebfceb4cebfcf83-cf84ceb7cf83-ceb1cf83ceb7cebcceb1cebdcf84cebfcf84ceb7cf84.pdf