Μια κατάσκοπος των Γερμανών η μόνιμη συνοδός του Καραμανλή κατά τη διάρκεια της Κατοχής!
Γράφει ο Δημοσθένης Κούκουνας
Ανεξάρτητα από το τι πληροφορίες συγκέντρωνε η CIA για το κατοχικό παρελθόν του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν ξέσπασε η υπόθεση Μέρτεν, και πόσο αξιόπιστες ήταν ή δεν ήταν αυτές, ενδιαφέρον παρουσιάζει η στενή του σχέση με μια Ελληνορωσίδα στα χρόνια εκείνα. Επρόκειτο για μια νεαρή ιδιαίτερα ψηλή κοπέλα, που, όπως φαίνεται, διέθετε εντυπωσιακή γοητεία και σύντομα έγινε στην Αθήνα η μόνιμη σύνοδος του άγνωστου τότε πολιτικού. Συχνά τα μεσημέρια κάθονταν για φαγητό στου «Απότσου», που τότε ήταν στην αρχή της οδού Σταδίου, απέναντι από το μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού.
Το όνομά της ήταν Λίλη Μακ και είχε γεννηθεί στην Τεχεράνη το 1924, κόρη ενός νεαρού ζευγαριού που με μύριες όσες περιπέτειες είχε κατορθώσει να διαφύγει οδικώς από την κομμουνιστική Ρωσία και να βρει καταφύγιο στην Περσία. Ο σύζυγος, ονόματι Πάβλε Ιβάνωφ είχε γεννηθεί το 1891 στη Μόσχα και κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο έγινε αξιωματικός του τσαρικού στρατού, ενώ παράλληλα είχε πλούσια καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και διέθετε σπάνιο ταλέντο στη ζωγραφική, αλλά και στον χορό. Ως αξιωματικός πολέμησε ηρωικά κατά των Γερμανών, τραυματίστηκε όμως βαρύτατα σε μια μάχη, αλλά κατόρθωσαν οι χειρουργοί να σώσουν τη ζωή του. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης των Μπολσεβίκων ο Ιβάνωφ συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά πριν από την εκτέλεσή του κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια των δεσμοφυλάκων του, αξιοποιώντας το ταλέντο του: φιλοτέχνησε τα πορτρέτα τους κι εκείνοι χαλάρωσαν τα μέτρα ασφαλείας, έτσι που κατόρθωσε να δραπετεύσει ανενόχλητος.
Ακολούθησε ένα περιπετειώδες ταξίδι προς την Περσία μαζί με την ωραιοτάτη γυναίκα του, την Έλενα Κούρπσκαγια. Είχε μια επιβλητική ομορφιά, αλλά ένα ιδιαίτερο και ασυνήθιστο χαρακτηριστικό: για άγνωστους λόγους είχε χάσει το ένα μάτι της και έφερε μόνιμα διαγωνίως στο πρόσωπό της ένα μεταξωτό μαντήλι όπως παλιά οι πειρατές.. Στις αρχές της δεκαετίας 1920 εγκαταστάθηκαν στην Τεχεράνη και σύντομα ο Πάβλε Ιβάνωφ (που πλέον ήταν γνωστός ως Πωλ Μακ, επώνυμο με το οποίο πολιτογραφήθηκε ο ίδιος και όλη η οικογένειά του) διακρίθηκε, σε τέτοιο μάλιστα σημείο που έγινε ο επίσημος προσωπογράφος του Σάχη της Περσίας, ενώ το ζευγάρι συνδέθηκε με την τοπική κοσμική ζωή και κέρδισε πολλούς επώνυμους φίλους. Επιτετραμμένος της Γερμανίας στην Τεχεράνη ήταν τότε ο κόμης φον Σούλενμπουργκ, με τον οποίο δημιούργησε το ζευγάρι ιδιαίτερη φιλία και ειδικότερα η Έλενα, που δημιούργησε στενό δεσμό μαζί του.
O Πωλ Μακ στο ατελιέ του στην Τεχεράνη,
ενώ φιλοτεχνεί υπερμεγέθη προσωπογραφία
του Σάχη της Περσίας.
Εκεί, στην Τεχεράνη, το 1924 το ζευγάρι απέκτησε μια κόρη, που την βάπτισαν τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου στην τοπική ρωσική ορθόδοξη του Αγίου Νικολάου. Νονός ήταν ο Σούλενμπουργκ, που της έδωσε το όνομα Ελισάβετ. Γύρω στα 1930, αφού το ζευγάρι εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει και ένα δεύτερο παιδί, που βαπτίστηκε Βλαδίμηρος, εγκατέλειψε την υψηλή κοινωνική θέση που είχε και επιχείρησε για ένα διάστημα να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά τελικά κατέληξε στην Αθήνα. Αγόρασαν μια μονοκατοικία στην οδό Καρνεάδου, στο Κολωνάκι, και σύντομα διασυνδέθηκαν με τους Ρώσους πρόσφυγες που ζούσαν στην Αθήνα. Το 1931 σε κεντρική αίθουσα της Αθήνας εκτέθηκαν ζωγραφικά έργα του Πωλ Μακ, αλλά εκείνος την ίδια χρονιά έφυγε από την Αθήνα για το Παρίσι και τελικά εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του το 1967.
Εκτός από την ιδιόκτητη μονοκατοικία, άφησε στην οικογένειά του αρκετά από τα χρήματα που είχε αποκτήσει στην Περσία, έτσι ώστε η όμορφη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του ακολούθησαν σε όλο το διάστημα του Μεσοπολέμου μια εύπορη ζωή.
Ωστόσο η μονόφθαλμη Έλενα Μακ βρίσκεται στο επίκεντρο μιας κατασκοπευτικής περιπέτειας το 1938, όπως την διηγείται ο Γερμανός αρχικατάσκοπος Άρθουρ Ζάιτς στις αναμνήσεις του:
«Προπολεμικά ζούσε στην Αθήνα μία Ρωσίδα κυρία, ονόματι Έλενα Μακ, γνωστή στην αθηναϊκή κοινωνία όχι τόσο διότι ήταν ομολογουμένως ωραία, όσο διότι κάλυπτε πάντοτε το αριστερό μάτι της με ένα μαύρο μεταξωτό μαντήλι, το οποίο έδενε διαγωνίως στο κεφάλι της. Η κ. Μακ ήταν ρωσικής καταγωγής και μετά την έκρηξη της επανάστασης των μπολσεβίκων, κατέφυγε στην Τεχεράνη, όπου τότε πρεσβευτής της Γερμανίας ήταν ο διπλωμάτης φον Σούλεμπουργκ, ο ίδιος που ήταν πρεσβευτής στη Μόσχα μέχρι τη γερμανική επίθεση. Ας σημειωθεί ότι ο φον Σούλεμπουργκ ήταν ένας από τους λίγους ρωσόφιλους Γερμανούς διπλωμάτες της ναζιστικής περιόδου και ο πρωτεργάτης του γερμανορωσικού συμφώνου του Αυγούστου 1939, που έλυσε τα χέρια του Χίτλερ και του έδωσε την ευχέρεια να στραφεί αμέσως κατά της Πολωνίας.
Στο διάστημα της παραμονής της στην Τεχεράνη η Έλενα Μακ συνδέθηκε στενά με τον Γερμανό πρεσβευτή φον Σούλεμπουργκ. Η φιλία όμως αυτή σιγά-σιγά μεταβλήθηκε σε τέτοιο φλογερό ερωτικό πάθος, ώστε η ζωή των δύο εραστών, συνεπεία μάλιστα της φοβερής ζηλοτυπίας του Γερμανού διπλωμάτη, να καταστεί αφόρητη πια. Υπό τις συνθήκες αυτές η Έλενα Μακ εγκατέλειψε την Τεχεράνη και κατέφυγε αρχικά μεν στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα δε στην Αθήνα, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα και όπου ο Γερμανός διπλωμάτης δεν έπαυε να της στέλνει θερμές πάντοτε επιστολές και να την ενισχύει οικονομικά.
Έτσι η Έλενα Μακ είχε στην κατοχή της πολλές επιστολές του Σούλεμπουργκ, οι οποίες φαίνεται πως είχαν κάποια αξία για τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Ιδιαίτερα ενδιαφέρθηκε επίσης για τις επιστολές και ο τότε Γερμανός επιτετραμμένος φον Γκραίβενιτς. Υπό τις συνθήκες αυτές κλήθηκε ο Χουτζάρια και του ανατέθηκε η με κάθε τρόπο απόκτηση των επιστολών.
Το πράγμα όμως δεν ήταν εύκολο, γιατί η Μακ δεν θα παρέδιδε ποτέ με τη θέλησή της τις εν λόγω επιστολές. Ο Χουτζάρια όμως συνεργαζόταν πλέον με την ελληνική υπηρεσία πληροφοριών και σκέφθηκε ότι με τη σύλληψη της Μακ και την έρευνα στο σπίτι της θα βρισκόταν και η αλληλογραφία της με τον Σούλεμπουργκ, η οποία έτσι θα περιερχόταν σε ελληνικά χέρια. Πώς έπειτα θα την έβαζε ο ίδιος στο χέρι, ήταν ένα άλλο ζήτημα που θα το σκεπτόταν αργότερα. Πράγματι, χωρίς να χάσει καιρό, κατήγγειλε στις ελληνικές αρχές την Έλενα Μακ ως πράκτορα των Ρώσων και των Γερμανών. Οι ελληνικές αρχές πράγματι την συνέλαβαν και, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Χουτζάρια, βρήκαν στο σπίτι της ένα ολόκληρο κιβώτιο με επιστολές. Μέσα στο κιβώτιο υπήρχε και η αλληλογραφία της με τον Σούλεμπουργκ.
Ο Αντρέι Χουτζάρια έπρεπε πια να βάλει χέρι στην αλληλογραφία αυτή. Μεταχειρίσθηκε μύριους τρόπους, αλλά ματαίως και τελικά αποκαλύφθηκε σε κάποιον της ελληνικής μυστικής υπηρεσίας.
-Αν επιμένω, του είπε, τόσο για την αλληλογραφία αυτή, είναι διότι ενδιαφέρεται γι’ αυτήν ο επιτετραμμένος της Γερμανίας φον Γκραίβενιτς και, όπως καταλαβαίνετε, αν του πάω τις επιστολές αυτές, που για σας δεν έχουν καμιά αξία, η εμπιστοσύνη της γερμανικής μυστικής υπηρεσίας, με την οποία πρέπει να σας αποκαλύψω τώρα ότι έχω επαφή, θα είναι τόση ώστε να μπορώ να αποσπώ πληροφορίες που θα έχουν μεγάλη για σας και θα σας εξυπηρετήσουν.
Το κόλπο του Χουτζάρια όμως δεν έπιασε, γιατί φαίνεται πως από καιρό η ελληνική υπηρεσία πληροφοριών είχε υπόνοιες πως ο Χουτζάρια έπαιζε διπλό παιχνίδι. Κι έτσι τα γράμματα της Έλενας Μακ έμειναν πάντα στα χέρια της».
Τελικά η αλληλογραφία αυτή είναι άγνωστο αν διασώθηκε ή τι απέγινε. Μια άλλη κατασκοπευτική περιπέτεια της οικογένειας των Μακ είναι καταγραμμένη κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Η κόρη, η Λίλη, φοίτησε στο Αμερικανικό Κολλέγιο, που το τελείωσε στις αρχές της Κατοχής. Στο σημείο αυτό, εμπλέκεται σε παρασκήνια κατασκοπείας, ως πράκτορας της Γκεστάπο, όπως αναφέρεται σε συμμαχικά έγγραφα. Η ιταλική αντικατασκοπεία, χωρίς να γνωρίζει ότι ανήκει στη Γκεστάπο, την συλλαμβάνει για άλλους λόγους και την καταδικάζει το 1942 σε φυλάκιση δύο ετών. Τότε παρεμβαίνουν οι Γερμανοί και την απελευθερώνουν, όπως μεταπολεμικά περιγράφεται σε απόρρητο βρετανικό έγγραφο του Απριλίου 1946 (αποδεσμεύθηκε το 2007):
«Από ανακρίσεις που διεξήγαγε το Κέντρο Αλλοδαπών διαπιστώθηκε ότι η Λίλη Μακ υπήρξε πράκτορας της Γκεστάπο και στρατολογήθηκε απ’ αυτήν για να παρέχει πληροφορίες σχετικά με Βρετανούς στρατιωτικούς που κρύβονταν στην Αθήνα. Το 1942 η Λίλη συνελήφθη από τις ιταλικές στρατιωτικές αρχές κατοχής και καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση. Τελικά ανεστάλη η καταδίκη της, ύστερα από αποτελεσματική παρέμβαση της Γκεστάπο στις ιταλικές αρχές ότι ήταν πράκτορας στην υπηρεσία της. Το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Αθηνών ολοκλήρωσε την ανάκριση μητέρας και κόρης, της Έλενας και της Λίλης Μακ, και αναμένεται η υπόθεσή τους να εκδικασθεί σύντομα. Θα δικασθούν με την κατηγορία συνεργασίας με τον εχθρό».
Μετά τη γερμανική παρέμβαση και την αποφυλάκισή της, η Λίλη Μακ, που διαθέτει μια σαγηνευτική ομορφιά, όπως και η μητέρα της, γνωρίζεται με τον σκηνοθέτη Ορέστη Λάσκο και αναλαμβάνει να πρωταγωνιστήσει σε μια κινηματογραφική ταινία. Τα γυρίσματα άρχισαν το 1943 και η Στέλλα Γκρέκα, που εκείνο τον καιρό ήταν σύζυγος του Λάσκου, αναλαμβάνει να την καθοδηγήσει σε θέματα υποκριτικής. Και οι δύο νεαρές γυναίκες ήταν οι πρωταγωνίστριες της ταινίας αυτής, μαζί με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τον μετέπειτα γνωστό δημοσιογράφο του οικονομικού ρεπορτάζ Κώστα Τσαλόγλου, ο οποίος τότε έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του ως Ντίνος Βαλέντης. Η ταινία ξεκίνησε να γυρίζεται το 1943, αλλά τελικά βγήκε στις αίθουσες το 1945 με τον τίτλο «Ραγισμένες καρδιές». Η Λίλη κρατάει τον ομώνυμο ρόλο.
Την ίδια εποχή, δηλαδή το 1943, γνωρίζεται με τον νεαρό πολιτικό Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τον οποίο συνδέεται αισθηματικά. Δεν κρύβουν τη σχέση τους, ενώ κατά μία πληροφορία έμεναν στο ίδιο σπίτι. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του άσημου τότε Μάνου Χατζιδάκι, που την διέσωσε ο δημοσιογράφος Σεραφείμ Φυντανίδης στις αναμνήσεις του, που κυκλοφόρησαν δύο μήνες πριν από τον θάνατό του τον Δεκέμβριο 2014:
«… Του είχε πει [του Κ. Καραμανλή] ο Μάνος Χατζιδάκις, ότι τον θυμόταν στη διάρκεια της Κατοχής να τρώει τα μεσημέρια στου «Απότσου» με μια πανέμορφη Πολωνορουμάνα, που έμενε στο Παγκράτι και λεγόταν Λιλή Μακ. “Εμείς, κύριε πρόεδρε, με τον Τσαρούχη, τον Κουν και τον Γκάτσο, πίναμε ούζα απέναντί σας και σας καμαρώναμε καθώς ήσασταν πολύ ωραίο ζευγάρι. Αλλά ένα μεσημέρι σας είδαμε να μαλώνετε και να φεύγετε συγχυσμένος”.
Ενοχλήθηκε ο Καραμανλής. “Εγώ δεν ξέρω καμιά Λιλή Μακ. Τι είναι αυτά που λες;”
Αργότερα, μας είπε ο Χατζιδάκις: “Θέλω να γράψω ένα βιβλίο με τίτλο «Η Λιλή Μακ δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά υπήρξε»”.
Όταν το έγραψα αυτό στην εφημερίδα, ο Νίνος Μικελίδης μου έφερε μία φωτογραφία. Όντως, η Λιλή Μακ είχε παίξει έναν μικρό ρόλο στην ταινία “Η βίλα με τα νούφαρα” που είχε γυριστεί επί Κατοχής. Άρα, η Λιλή Μακ πράγματι υπήρξε. Ο Καραμανλής όμως προστάτευε αυστηρά την ιδιωτική του ζωή και δεν συμπαθούσε καθόλου τις φήμες και τα κουτσομπολιά…».
Τον Μάιο 1946 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίζεται και πάλι βουλευτής Σερρών (τελευταία φορά είχε επανεκλεγεί το 1936). Τον ίδιο μήνα στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων η Έλενα Μακ και η Λίλη Μακ δικάζονται για συνεργασία με τον εχθρό. Δεν είναι βεβαιωμένο αν και πώς ο Καραμανλής ως δικηγόρος και βουλευτής τις είχε βοηθήσει, πάντως μητέρα και κόρη απαλλάχθηκαν λόγω αμφιβολιών.
Από την Απελευθέρωση και ύστερα οι δρόμοι του ζευγαριού ούτως ή άλλως είχαν χωρίσει. Ο Καραμανλής ακολούθησε μια ανοδική τροχιά στην πολιτική ζωή, ενώ η Λίλη Μακ, που η ίδια και η οικογένειά της είχαν χάσει κάθε ίχνος από την περιουσία τους, βρέθηκε στους κύκλους των πρώτων υπαρξιστών, πρωταγωνίστρια ακόμα και στην περίφημη παράγκα του Σίμου…
Αθήνα 1931. Μόλις έχουν εγκατασταθεί στο σπίτι τους στο Κολωνάκι (Καρνεάδου 37) ο Πωλ Μακ και η μονόφθαλμη σύζυγός του Έλενα μαζί με τα δύο παιδιά τους, τη Λίλη και τον Βλαδίμηρο.
Την εποχή που ο Κων. Καραμανλής παντρευόταν και αμέσως μετά γινόταν ξαφνικά πρωτοκάθεδρος στην πολιτική, η Λίλη Μακ αντιδρούσε με τον δικό της τρόπο. Εδώ ποζάρει έξω από την παράγκα του αρχηγού των υπαρξιστών Σίμου φορώντας μια μάσκα... Η φωτογραφία αυτή, όπως και η προηγούμενη, προέρχεται από το αρχείο Μ. Νταλούκα.
Ανεξάρτητα από το τι πληροφορίες συγκέντρωνε η CIA για το κατοχικό παρελθόν του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν ξέσπασε η υπόθεση Μέρτεν, και πόσο αξιόπιστες ήταν ή δεν ήταν αυτές, ενδιαφέρον παρουσιάζει η στενή του σχέση με μια Ελληνορωσίδα στα χρόνια εκείνα. Επρόκειτο για μια νεαρή ιδιαίτερα ψηλή κοπέλα, που, όπως φαίνεται, διέθετε εντυπωσιακή γοητεία και σύντομα έγινε στην Αθήνα η μόνιμη σύνοδος του άγνωστου τότε πολιτικού. Συχνά τα μεσημέρια κάθονταν για φαγητό στου «Απότσου», που τότε ήταν στην αρχή της οδού Σταδίου, απέναντι από το μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού.
Το όνομά της ήταν Λίλη Μακ και είχε γεννηθεί στην Τεχεράνη το 1924, κόρη ενός νεαρού ζευγαριού που με μύριες όσες περιπέτειες είχε κατορθώσει να διαφύγει οδικώς από την κομμουνιστική Ρωσία και να βρει καταφύγιο στην Περσία. Ο σύζυγος, ονόματι Πάβλε Ιβάνωφ είχε γεννηθεί το 1891 στη Μόσχα και κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο έγινε αξιωματικός του τσαρικού στρατού, ενώ παράλληλα είχε πλούσια καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και διέθετε σπάνιο ταλέντο στη ζωγραφική, αλλά και στον χορό. Ως αξιωματικός πολέμησε ηρωικά κατά των Γερμανών, τραυματίστηκε όμως βαρύτατα σε μια μάχη, αλλά κατόρθωσαν οι χειρουργοί να σώσουν τη ζωή του. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης των Μπολσεβίκων ο Ιβάνωφ συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά πριν από την εκτέλεσή του κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια των δεσμοφυλάκων του, αξιοποιώντας το ταλέντο του: φιλοτέχνησε τα πορτρέτα τους κι εκείνοι χαλάρωσαν τα μέτρα ασφαλείας, έτσι που κατόρθωσε να δραπετεύσει ανενόχλητος.
Ακολούθησε ένα περιπετειώδες ταξίδι προς την Περσία μαζί με την ωραιοτάτη γυναίκα του, την Έλενα Κούρπσκαγια. Είχε μια επιβλητική ομορφιά, αλλά ένα ιδιαίτερο και ασυνήθιστο χαρακτηριστικό: για άγνωστους λόγους είχε χάσει το ένα μάτι της και έφερε μόνιμα διαγωνίως στο πρόσωπό της ένα μεταξωτό μαντήλι όπως παλιά οι πειρατές.. Στις αρχές της δεκαετίας 1920 εγκαταστάθηκαν στην Τεχεράνη και σύντομα ο Πάβλε Ιβάνωφ (που πλέον ήταν γνωστός ως Πωλ Μακ, επώνυμο με το οποίο πολιτογραφήθηκε ο ίδιος και όλη η οικογένειά του) διακρίθηκε, σε τέτοιο μάλιστα σημείο που έγινε ο επίσημος προσωπογράφος του Σάχη της Περσίας, ενώ το ζευγάρι συνδέθηκε με την τοπική κοσμική ζωή και κέρδισε πολλούς επώνυμους φίλους. Επιτετραμμένος της Γερμανίας στην Τεχεράνη ήταν τότε ο κόμης φον Σούλενμπουργκ, με τον οποίο δημιούργησε το ζευγάρι ιδιαίτερη φιλία και ειδικότερα η Έλενα, που δημιούργησε στενό δεσμό μαζί του.
O Πωλ Μακ στο ατελιέ του στην Τεχεράνη,
ενώ φιλοτεχνεί υπερμεγέθη προσωπογραφία
του Σάχη της Περσίας.
Εκεί, στην Τεχεράνη, το 1924 το ζευγάρι απέκτησε μια κόρη, που την βάπτισαν τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου στην τοπική ρωσική ορθόδοξη του Αγίου Νικολάου. Νονός ήταν ο Σούλενμπουργκ, που της έδωσε το όνομα Ελισάβετ. Γύρω στα 1930, αφού το ζευγάρι εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει και ένα δεύτερο παιδί, που βαπτίστηκε Βλαδίμηρος, εγκατέλειψε την υψηλή κοινωνική θέση που είχε και επιχείρησε για ένα διάστημα να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά τελικά κατέληξε στην Αθήνα. Αγόρασαν μια μονοκατοικία στην οδό Καρνεάδου, στο Κολωνάκι, και σύντομα διασυνδέθηκαν με τους Ρώσους πρόσφυγες που ζούσαν στην Αθήνα. Το 1931 σε κεντρική αίθουσα της Αθήνας εκτέθηκαν ζωγραφικά έργα του Πωλ Μακ, αλλά εκείνος την ίδια χρονιά έφυγε από την Αθήνα για το Παρίσι και τελικά εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του το 1967.
Εκτός από την ιδιόκτητη μονοκατοικία, άφησε στην οικογένειά του αρκετά από τα χρήματα που είχε αποκτήσει στην Περσία, έτσι ώστε η όμορφη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του ακολούθησαν σε όλο το διάστημα του Μεσοπολέμου μια εύπορη ζωή.
Ωστόσο η μονόφθαλμη Έλενα Μακ βρίσκεται στο επίκεντρο μιας κατασκοπευτικής περιπέτειας το 1938, όπως την διηγείται ο Γερμανός αρχικατάσκοπος Άρθουρ Ζάιτς στις αναμνήσεις του:
«Προπολεμικά ζούσε στην Αθήνα μία Ρωσίδα κυρία, ονόματι Έλενα Μακ, γνωστή στην αθηναϊκή κοινωνία όχι τόσο διότι ήταν ομολογουμένως ωραία, όσο διότι κάλυπτε πάντοτε το αριστερό μάτι της με ένα μαύρο μεταξωτό μαντήλι, το οποίο έδενε διαγωνίως στο κεφάλι της. Η κ. Μακ ήταν ρωσικής καταγωγής και μετά την έκρηξη της επανάστασης των μπολσεβίκων, κατέφυγε στην Τεχεράνη, όπου τότε πρεσβευτής της Γερμανίας ήταν ο διπλωμάτης φον Σούλεμπουργκ, ο ίδιος που ήταν πρεσβευτής στη Μόσχα μέχρι τη γερμανική επίθεση. Ας σημειωθεί ότι ο φον Σούλεμπουργκ ήταν ένας από τους λίγους ρωσόφιλους Γερμανούς διπλωμάτες της ναζιστικής περιόδου και ο πρωτεργάτης του γερμανορωσικού συμφώνου του Αυγούστου 1939, που έλυσε τα χέρια του Χίτλερ και του έδωσε την ευχέρεια να στραφεί αμέσως κατά της Πολωνίας.
Στο διάστημα της παραμονής της στην Τεχεράνη η Έλενα Μακ συνδέθηκε στενά με τον Γερμανό πρεσβευτή φον Σούλεμπουργκ. Η φιλία όμως αυτή σιγά-σιγά μεταβλήθηκε σε τέτοιο φλογερό ερωτικό πάθος, ώστε η ζωή των δύο εραστών, συνεπεία μάλιστα της φοβερής ζηλοτυπίας του Γερμανού διπλωμάτη, να καταστεί αφόρητη πια. Υπό τις συνθήκες αυτές η Έλενα Μακ εγκατέλειψε την Τεχεράνη και κατέφυγε αρχικά μεν στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα δε στην Αθήνα, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα και όπου ο Γερμανός διπλωμάτης δεν έπαυε να της στέλνει θερμές πάντοτε επιστολές και να την ενισχύει οικονομικά.
Έτσι η Έλενα Μακ είχε στην κατοχή της πολλές επιστολές του Σούλεμπουργκ, οι οποίες φαίνεται πως είχαν κάποια αξία για τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Ιδιαίτερα ενδιαφέρθηκε επίσης για τις επιστολές και ο τότε Γερμανός επιτετραμμένος φον Γκραίβενιτς. Υπό τις συνθήκες αυτές κλήθηκε ο Χουτζάρια και του ανατέθηκε η με κάθε τρόπο απόκτηση των επιστολών.
Το πράγμα όμως δεν ήταν εύκολο, γιατί η Μακ δεν θα παρέδιδε ποτέ με τη θέλησή της τις εν λόγω επιστολές. Ο Χουτζάρια όμως συνεργαζόταν πλέον με την ελληνική υπηρεσία πληροφοριών και σκέφθηκε ότι με τη σύλληψη της Μακ και την έρευνα στο σπίτι της θα βρισκόταν και η αλληλογραφία της με τον Σούλεμπουργκ, η οποία έτσι θα περιερχόταν σε ελληνικά χέρια. Πώς έπειτα θα την έβαζε ο ίδιος στο χέρι, ήταν ένα άλλο ζήτημα που θα το σκεπτόταν αργότερα. Πράγματι, χωρίς να χάσει καιρό, κατήγγειλε στις ελληνικές αρχές την Έλενα Μακ ως πράκτορα των Ρώσων και των Γερμανών. Οι ελληνικές αρχές πράγματι την συνέλαβαν και, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Χουτζάρια, βρήκαν στο σπίτι της ένα ολόκληρο κιβώτιο με επιστολές. Μέσα στο κιβώτιο υπήρχε και η αλληλογραφία της με τον Σούλεμπουργκ.
Ο Αντρέι Χουτζάρια έπρεπε πια να βάλει χέρι στην αλληλογραφία αυτή. Μεταχειρίσθηκε μύριους τρόπους, αλλά ματαίως και τελικά αποκαλύφθηκε σε κάποιον της ελληνικής μυστικής υπηρεσίας.
-Αν επιμένω, του είπε, τόσο για την αλληλογραφία αυτή, είναι διότι ενδιαφέρεται γι’ αυτήν ο επιτετραμμένος της Γερμανίας φον Γκραίβενιτς και, όπως καταλαβαίνετε, αν του πάω τις επιστολές αυτές, που για σας δεν έχουν καμιά αξία, η εμπιστοσύνη της γερμανικής μυστικής υπηρεσίας, με την οποία πρέπει να σας αποκαλύψω τώρα ότι έχω επαφή, θα είναι τόση ώστε να μπορώ να αποσπώ πληροφορίες που θα έχουν μεγάλη για σας και θα σας εξυπηρετήσουν.
Το κόλπο του Χουτζάρια όμως δεν έπιασε, γιατί φαίνεται πως από καιρό η ελληνική υπηρεσία πληροφοριών είχε υπόνοιες πως ο Χουτζάρια έπαιζε διπλό παιχνίδι. Κι έτσι τα γράμματα της Έλενας Μακ έμειναν πάντα στα χέρια της».
Τελικά η αλληλογραφία αυτή είναι άγνωστο αν διασώθηκε ή τι απέγινε. Μια άλλη κατασκοπευτική περιπέτεια της οικογένειας των Μακ είναι καταγραμμένη κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Η κόρη, η Λίλη, φοίτησε στο Αμερικανικό Κολλέγιο, που το τελείωσε στις αρχές της Κατοχής. Στο σημείο αυτό, εμπλέκεται σε παρασκήνια κατασκοπείας, ως πράκτορας της Γκεστάπο, όπως αναφέρεται σε συμμαχικά έγγραφα. Η ιταλική αντικατασκοπεία, χωρίς να γνωρίζει ότι ανήκει στη Γκεστάπο, την συλλαμβάνει για άλλους λόγους και την καταδικάζει το 1942 σε φυλάκιση δύο ετών. Τότε παρεμβαίνουν οι Γερμανοί και την απελευθερώνουν, όπως μεταπολεμικά περιγράφεται σε απόρρητο βρετανικό έγγραφο του Απριλίου 1946 (αποδεσμεύθηκε το 2007):
«Από ανακρίσεις που διεξήγαγε το Κέντρο Αλλοδαπών διαπιστώθηκε ότι η Λίλη Μακ υπήρξε πράκτορας της Γκεστάπο και στρατολογήθηκε απ’ αυτήν για να παρέχει πληροφορίες σχετικά με Βρετανούς στρατιωτικούς που κρύβονταν στην Αθήνα. Το 1942 η Λίλη συνελήφθη από τις ιταλικές στρατιωτικές αρχές κατοχής και καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση. Τελικά ανεστάλη η καταδίκη της, ύστερα από αποτελεσματική παρέμβαση της Γκεστάπο στις ιταλικές αρχές ότι ήταν πράκτορας στην υπηρεσία της. Το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Αθηνών ολοκλήρωσε την ανάκριση μητέρας και κόρης, της Έλενας και της Λίλης Μακ, και αναμένεται η υπόθεσή τους να εκδικασθεί σύντομα. Θα δικασθούν με την κατηγορία συνεργασίας με τον εχθρό».
Μετά τη γερμανική παρέμβαση και την αποφυλάκισή της, η Λίλη Μακ, που διαθέτει μια σαγηνευτική ομορφιά, όπως και η μητέρα της, γνωρίζεται με τον σκηνοθέτη Ορέστη Λάσκο και αναλαμβάνει να πρωταγωνιστήσει σε μια κινηματογραφική ταινία. Τα γυρίσματα άρχισαν το 1943 και η Στέλλα Γκρέκα, που εκείνο τον καιρό ήταν σύζυγος του Λάσκου, αναλαμβάνει να την καθοδηγήσει σε θέματα υποκριτικής. Και οι δύο νεαρές γυναίκες ήταν οι πρωταγωνίστριες της ταινίας αυτής, μαζί με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τον μετέπειτα γνωστό δημοσιογράφο του οικονομικού ρεπορτάζ Κώστα Τσαλόγλου, ο οποίος τότε έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του ως Ντίνος Βαλέντης. Η ταινία ξεκίνησε να γυρίζεται το 1943, αλλά τελικά βγήκε στις αίθουσες το 1945 με τον τίτλο «Ραγισμένες καρδιές». Η Λίλη κρατάει τον ομώνυμο ρόλο.
Την ίδια εποχή, δηλαδή το 1943, γνωρίζεται με τον νεαρό πολιτικό Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τον οποίο συνδέεται αισθηματικά. Δεν κρύβουν τη σχέση τους, ενώ κατά μία πληροφορία έμεναν στο ίδιο σπίτι. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του άσημου τότε Μάνου Χατζιδάκι, που την διέσωσε ο δημοσιογράφος Σεραφείμ Φυντανίδης στις αναμνήσεις του, που κυκλοφόρησαν δύο μήνες πριν από τον θάνατό του τον Δεκέμβριο 2014:
«… Του είχε πει [του Κ. Καραμανλή] ο Μάνος Χατζιδάκις, ότι τον θυμόταν στη διάρκεια της Κατοχής να τρώει τα μεσημέρια στου «Απότσου» με μια πανέμορφη Πολωνορουμάνα, που έμενε στο Παγκράτι και λεγόταν Λιλή Μακ. “Εμείς, κύριε πρόεδρε, με τον Τσαρούχη, τον Κουν και τον Γκάτσο, πίναμε ούζα απέναντί σας και σας καμαρώναμε καθώς ήσασταν πολύ ωραίο ζευγάρι. Αλλά ένα μεσημέρι σας είδαμε να μαλώνετε και να φεύγετε συγχυσμένος”.
Ενοχλήθηκε ο Καραμανλής. “Εγώ δεν ξέρω καμιά Λιλή Μακ. Τι είναι αυτά που λες;”
Αργότερα, μας είπε ο Χατζιδάκις: “Θέλω να γράψω ένα βιβλίο με τίτλο «Η Λιλή Μακ δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά υπήρξε»”.
Όταν το έγραψα αυτό στην εφημερίδα, ο Νίνος Μικελίδης μου έφερε μία φωτογραφία. Όντως, η Λιλή Μακ είχε παίξει έναν μικρό ρόλο στην ταινία “Η βίλα με τα νούφαρα” που είχε γυριστεί επί Κατοχής. Άρα, η Λιλή Μακ πράγματι υπήρξε. Ο Καραμανλής όμως προστάτευε αυστηρά την ιδιωτική του ζωή και δεν συμπαθούσε καθόλου τις φήμες και τα κουτσομπολιά…».
Τον Μάιο 1946 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίζεται και πάλι βουλευτής Σερρών (τελευταία φορά είχε επανεκλεγεί το 1936). Τον ίδιο μήνα στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων η Έλενα Μακ και η Λίλη Μακ δικάζονται για συνεργασία με τον εχθρό. Δεν είναι βεβαιωμένο αν και πώς ο Καραμανλής ως δικηγόρος και βουλευτής τις είχε βοηθήσει, πάντως μητέρα και κόρη απαλλάχθηκαν λόγω αμφιβολιών.
Από την Απελευθέρωση και ύστερα οι δρόμοι του ζευγαριού ούτως ή άλλως είχαν χωρίσει. Ο Καραμανλής ακολούθησε μια ανοδική τροχιά στην πολιτική ζωή, ενώ η Λίλη Μακ, που η ίδια και η οικογένειά της είχαν χάσει κάθε ίχνος από την περιουσία τους, βρέθηκε στους κύκλους των πρώτων υπαρξιστών, πρωταγωνίστρια ακόμα και στην περίφημη παράγκα του Σίμου…
Αθήνα 1931. Μόλις έχουν εγκατασταθεί στο σπίτι τους στο Κολωνάκι (Καρνεάδου 37) ο Πωλ Μακ και η μονόφθαλμη σύζυγός του Έλενα μαζί με τα δύο παιδιά τους, τη Λίλη και τον Βλαδίμηρο.
Την εποχή που ο Κων. Καραμανλής παντρευόταν και αμέσως μετά γινόταν ξαφνικά πρωτοκάθεδρος στην πολιτική, η Λίλη Μακ αντιδρούσε με τον δικό της τρόπο. Εδώ ποζάρει έξω από την παράγκα του αρχηγού των υπαρξιστών Σίμου φορώντας μια μάσκα... Η φωτογραφία αυτή, όπως και η προηγούμενη, προέρχεται από το αρχείο Μ. Νταλούκα.