Ηλίας Ηλιόπουλος
Ο γερμανικός Αναθεωρητισμός χρησιμοποιεί το όπλο των „μειονοτήτων” και των "εθνοτικών ομάδων", προκειμένου να πλήξει θανάσιμα την κυριαρχία και ακεραιότητα των ανεξαρτήτων εθνών-κρατών της Ευρώπης, με πρόδηλο απώτερο σκοπό την εξασθένηση και την υποβάθμισή τους
Η κατασκευή μειονοτήτων
~ Heirnrich Himler, ο αρχηγός των SS:
Το Δ‘ Ράιχ και οι μειονότητες – Μέρος πρώτο
Του Ηλία Ηλιόπουλου
Από της Αμερικανικής και της Γαλλικής επαναστάσεως και έπειτα, η σύγχρονη δημοκρατική σκέψη αναγνωρίζει δικαιώματα του ανθρώπου και πολίτου. Το (ναζιστικής καταγωγής) ιδεολόγημα των „εθνοτικών ομάδων“ σηματοδοτεί ιστορικών διαστάσεων αναστροφή κατά τη μακρά πορεία του ανθρώπου για τη χειραφέτηση και απελευθέρωσή του από αρχαϊκά προ-πολιτικά δεσμά (θρησκοληψία – φυλετισμός), σημαίνει δε, εν τέλει, την ακύρωση του ουμανισμού, του Διαφωτισμού και του νεωτερικού δημοκρατικού έθνους-κράτους και την επιστροφή στον Μεσαίωνα.
Η αντίληψη ότι ουδείς άνθρωπος επιτρέπεται του λοιπού να διωχθεί ή να τύχει αρνητικής μεταχειρίσεως μόνον και μόνον επειδή έχει την τάδε ή τη δείνα εθνικότητα ή θρησκευτική πίστη, απετέλει κοινή πεποίθηση των απανταχού της γης ελευθέρων πνευμάτων, την επαύριο του τελευταίου μεγάλου πολέμου.
Συγκλονισμένη από τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και από το πρωτοφανές και ασύλληπτον („einmalig und unvorstellbar“) των εγκλημάτων του φασισμού (ακόμη και εν αντιπαραβολή προς προηγουμένους πολέμους ή γενοκτονίες), ακριβώς δε επειδή τα εγκλήματα αυτά διεπράχθησαν αδιακρίτως εις βάρος αμάχων ανθρώπων μόνον και μόνον εξ αίτιας του “ανήκειν“ σε μία άλφα ή βήτα εθνική ή θρησκευτική κοινότητα (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η γενοκτονία κατά των Εβραίων), η ανθρωπότης αισθάνθηκε την ανάγκη να εκδηλώσει πανηγυρικώς την ευαισθησία της ειδικά ως προς το ζήτημα των διακρίσεων εις βάρος ατόμων λόγω εθνικότητος, χρώματος ή θρησκεύματος.
Υπό την έννοια αυτήν, λοιπόν, ο νεοϊδρυθείς τότε Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών συνομολόγησε το 1948 την “Σύμβασιν προς πρόληψιν και δίωξιν της γενοκτονίας“. Η συμφωνία απετέλεσε το νομικό πλαίσιο (λίαν αυστηρό, υπό το κράτος και των αλγεινών εμπειριών του φασισμού) γιά την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Πολίτου.
Όλως ενδιαφέρον, σε σχέση με το εξεταζόμενο θέμα μας, είναι το γεγονός ότι ή σύμβαση του ΟΗΕ αφορά πρόσωπα, όχι σύνολο. Ο άνθρωπος, ο πολίτης, είναι πού προστατεύεται από ενδεχόμενη δίωξη ή διάκριση εις βάρος του, επειδή ανήκει στην άλφα ή τη βήτα μειονότητα, θρησκευτική ή εθνική. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι “ή“ μειονότης χ ή ψ πρέπει να έχει, ως τοιαύτη, συλλογικά δικαιώματα.
Ήγουν: Η Διακήρυξη του ΟΗΕ αναφέρεται σε δικαιώματα του προσώπου, του Ανθρώπου και του Πολίτου! Συλλογικά “δικαιώματα“ αρχαϊκών συνόλων (“εθνοτική ομάδα / μειονότης“) δεν γνωρίζει ο ΟΗΕ! Τούτο δε όχι επειδή ίσως ο ΟΗΕ “ξέχασε“ τις μειονότητες, όπως κατ’ επανάληψιν ισχυρίσθηκε τον τελευταίο καιρό ο κ. Σωτήρης Νταλής, παρουσιάζων τις δήθεν „μοντέρνες“ εκδόσεις κάποιων ανιστόρητων „ευρωπαϊστών“ προφεσόρων για τις „μειονότητες“ στην Ελλάδα. Ο Ισχυρισμός ότι ή „διεθνής κοινότης“ είχε “ξεχάσει“ τις “εθνοτικές και γλωσσικές μειονότητες“ επί σαράντα και πλέον χρόνια (1945-1990), προδίδει ασύγγνωστη πολιτική αφέλεια και τερατώδη άγνοια κρίσιμων ιστορικών αληθειών. Και καλόν θα ήτο όσοι αναλαμβάνουν κατά καιρούς να „μετακενώσουν“ στους εν Ελλάδι “ιθαγενείς“ τα “φώτα της Εσπερίας (πανεπιστημιακοί αστέρες του συρμού, αρθρογράφοι-βιβλιοπαρουσιαστές του „Βήματος“, του „Αντί“, της „Ελευθεροτυπίας” κ.α). να υιοθετούν μια κριτική στάση και να μη λειτουργούν απλώς ως πρακτορεία αναμεταδόσεως των κυριάρχων ιδεολογημάτων της „Νέας Τάξεως“.
Για να επανέλθουμε όμως, η διεθνής κοινότης (ότι και αν σημαίνει τούτο) δεν ήταν ποτέ δυνατόν να αναφερθεί σε „εθνοτικές και γλωσσικές μειονότητες“ το 1954, την επαύριο του „μεγάλου σφαγείου“, για δύο λόγους:
Πρώτον, η ενδεχόμενη αναγνώριση δικαιωμάτων όχι προσώπων αλλά συνόλων θα εσήμαινε αποδοχή, εκ μέρους των Ηνωμένων Εθνών, της αρχής της συλλογικής ευθύνης, η οποία όμως είναι παντελώς ξένη στην προοδευτική ευρωπαϊκή πολιτική και νομική σκέψη, μετά το 1789, και αντίκειται προς πάσαν έννοιαν δημοκρατίας (όρα τα προαναφερθέντα περί ιστορικής αναστροφής). Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι, κατά τους τελευταίους αιώνες, η αρχή της συλλογικής ευθύνης εξακολουθούσε να ισχύει μόνον σε κοινωνίες με „παρωχημένη πολιτική κουλτούρα“ (“parochial culture“). Τυπικό παράδειγμα το οσμανικό κράτος, όπου δεν ανεγνωρίζετο το πρόσωπο, αλλά το „μιλλέτ“ (Ρωμιοί, Εβραίοι κ.λπ.).
Δεύτερον, επί της ιδίας αρχής της συλλογικής ευθύνης είχε βασισθεί η όλη πολιτική και πολιτειακή σκέψη της ναζιστικής Γερμανίας. Οι πολιτειολόγοι, νομομαθείς και λοιποί διανοούμενοι του ναζισμού είχαν αναγάγει σε ύπατο αξίωμα την προ-νεωτερική, προ-πολιτική, προ-αστική και προ-δημοκρατική αρχή της συλλογικής ευθύνης (η οποία δεν απαντούσε πλέον πουθενά στην Ευρώπη, παρά μόνον, ως προελέχθη, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ή σε εκτός Ευρώπης αποικιοκρατούμενες κοινωνίες).
Για τούς θεωρητικούς του ναζισμού δεν υπήρχαν πλέον πρόσωπα, αλλά εθνοφυλετικές ομάδες. „Ελευθερία είναι η συμφωνία με το είδος“, εξηγούσε ο κορυφαίος εξ αυτών Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Και το αξίωμα αυτό απετέλεσε τη λυδία λίθο της ευρωπαϊκής σχεδιάσεως του ναζισμού, όπως θα δούμε κατωτέρω (η γνωστή “διεθνιστική“ παρέα της „Ελευθεροτυπίας“ και οι λοιποί φωνασκούντες για την καταπίεση των „εθνοτικών ομάδων“ εν Ελλάδι για „Μακεδόνες“ καί “Αρωμούνους“ και τα τοιαύτα, θα εξεπλήσσοντο, εάν μάθαιναν πόθεν κατάγονται τα ιδεολογήματά τους).
Επομένως, οι στοχαστές και οι διανοούμενοι οι οποίοι συνέτασσαν το 1948 διακηρύξεις υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – διακατεχόμενοι από την ιδεαλιστική πίστη ότι, τώρα πλέον, μετά το πέρας της τραγωδίας και δια της ιδρύσεως του ΟΗΕ, η ανθρωπότης θα εύρει τον δρόμο της ειρήνης και της συναδελφώσεως (πίστη ανθρωπίνως εύλογη και αξιέπαινη, ασχέτως του πώς κατήντησε αργότερα ο ταλαίπωρος ο διεθνής οργανισμός!)- δεν θα διενοούντο ποτέ να υιοθετήσουν τη φασιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης -πολλώ μάλλον, καθ‘ όσον είχαν ακόμη νωπές τις οδυνηρές μνήμες από την ακατάσχετη χιτλερική ρητορεία υπέρ των „μειονοτήτων“ και „έθνοτικών ομάδων“.
Αλλά ακόμη και σήμερα, η „διεθνής επιστημονική κοινότης“ (ότι και αν σημαίνει αυτό) δεν έχει κατασταλάξει σε ένα κοινής αποδοχής ορισμό περί „μειονοτήτων“, ακόμη λιγότερο δε αναγνωρίζει τη βεβαρημένου ναζιστικού παρελθόντος έννοια της „εθνοτικής ομάδος“ – παρά τις ενταθείσες μετά το 1990 προσπάθειες της γερμανικής διπλωματίας και παρ‘ όλον τον εκκωφαντικό θόρυβο διαφόρων, υπόπτου προελεύσεως, „Ινστιτούτων“ και „Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων“!
Το χαρίν της υποθέσεως έγκειται στο ότι, πολύ προτού… ανακαλυφθούν, τα τελευταία χρόνια, από τους κατ‘ επάγγελμα „διεθνιστές“, οι „εθνοτικές ομάδες“ και „μειονότητες“ είχαν αναχθεί από τους ναζιστές ιθύνοντες σε ακρογωνιαίο λίθο του „νεο-ταξικού“ ευρωπαϊκού οικοδομήματος τους!
Οι ευφυέστεροι και διορατικότεροι εκπρόσωποι των γερμανικών οικονομικών, πολιτικών και διπλωματικών ελίτ είχαν διαγνώσει. ήδη από της επομένης του Α‘ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι οι στρατηγικοί στόχοι της Γερμανίας στην Ευρώπη, πρωτίστως δε στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, έπρεπε να προσλάβουν μίαν τινά „ήθική” νομιμοποίηση στα όμματα της διεθνούς κοινής γνώμης, πράγματι, η Γερμανική Δημοκρατία του Μεσοπολέμου, η αποκληθείσα και Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η οποία, όπως έχει, εν τω μεταξύ, μετά βεβαιότητος αποφανθεί η σύγχρονη ιστορική επιστήμη, ακολουθούσε σαφώς αναθεωρητική πολιτική (πολιτική αναθεωρήσεως/ακυρώσεως των δυσμενών για τη Γερμανία γεωπολιτικών αποτελεσμάτων του Α‘ Παγκοσμίου Πολέμου), αξιοποίησε το ιδεολόγημα των „εθνοτικών ομάδων“ και ενέταξε την „προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων“ στην εξωτερική πολιτική της.
Η άμα τη λήξει του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ιδρυθείσα Κοινωνία των Εθνών δημιούργησε, συν τοις άλλοις, και ένα όργανο για την προστασία των πολιτών-μελών διαφόρων εθνικών μειονοτήτων. Το πρόσωπο το οποίο θεωρούσε ότι ετύγχανε αρνητικής μεταχειρίσεως εκ μέρους του κράτους του, εξ αίτιας της εθνικής καταγωγής του, διέθετε για πρώτη φορά θεσμούς στους οποίους και ηδύνατο πλέον να απευθύνεται, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα του (Γραμματεία Κοινωνίας των Εθνών, εδρεύουσα εν Γενεύη, Διεθνές Δικαστήριο Χάγης).
Δεν πρόλαβε, καλά-καλά, να εγκαθιδρυθεί το νέο σύστημα και η Γερμανία του „άλλαξε τα φώτα”, κατά το κοινώς λεγόμενον, χρησιμοποιούσα αυτό καταχρηστικώς και καθ’ υπερβολήν, προς επίτευξιν των στρατηγικών στόχων της στην Ευρώπη. Η σημαντικότερη πολιτικώς διαστρέβλωση συνίστατο στο ότι, ενώ το νομικό πλαίσιο της ΚτΕ (όπως και το μεταγενέστρο του ΟΗΕ, περί του οποίου εγένετο λόγος) αφορούσε πρόσωπα, οι Γερμανοί ιθύνοντες επέμεναν να το εννοούν και να το ερμηνεύουν ως αναφερόμενο σε σύνολα („έθνοφυλετικές ομάδες“).
Η εμμονή αυτή εκλαμβάνεται συνήθως, και ορθώς, ως τυπική απόδειξη της θεμελιώδους διαφωνίας μεταξύ της συγχρόνου, πολιτικής και δημοκρατικής περί έθνους αντιλήψεως („γαλλική / αγγλοσαξονική σχολή“) και της αντίστοιχης αρχαϊκής και φυλετιστικής περί έθνους αντιλήψεως της „γερμανικής σχολής“. Πέραν αυτού, όμως, η γερμανική στάση πρέπει να εξηγηθεί και σε συνάρτηση προς τις στρατηγικές επιδιώξεις της Γερμανίας στην Ευρώπη.
Διακεκηρυγμένος, ήδη από το 1914, στρατηγικός στόχος του γερμανικού κεφαλαίου ήταν η συγκρότηση ενός ηνωμένου γεωοικονομικού και γεωστρατηγικού χώρου της ηπειρωτικής Ευρώπης,υπό γερμανική ηγεμονία. Η ναζιστική Γερμανία (1933-1945) εξήγγειλε την πρόθεσή της να εκπληρώσει αυτόν τον στόχο. Τα επίσημα και ημιεπίσημα γερμανικά κείμενα της περιόδου βρίθουν αναφορών στον σχεδιαζόμενο Μεγάλο Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο („Europaische Grossraumwirtschaft“) και στην ιδρυθησομένη Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα („Europaische Wirschaftsgemeinschaft“)!
Απαραίτητος όρος, όμως, της δημιουργίας αυτού του υπερεθνικού ευρωπαϊκού Ράιχ ήταν η διάλυση ή σημαντική αποδυνάμωση των σχετικώς (ισχυρών εθνών-κρατών τής Ευρώπης. Όσον και αν, εκ πρώτης και μόνον όψεως, φαίνεται οξύμωρον, η επιδιωκομένη υπό του γερμανικού ιμπεριαλισμού „ευρωπαϊκή ενοποίηση“ συνεβάδιζε με τον εθνοφυλετικό κατακερματισμό της Ευρώπης. Και ένα θαυμάσιο εργαλείο προς τον σκοπόν αυτό συνιστούσαν οι διάσπαρτες ανά την Ευρώπη γερμανικές μειονότητες (συνεπεία της ήττας της, το 1918, η Γερμανία απώλεσε σημαντικές εκτάσεις υπέρ της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακίας, του Βελγίου, της Δανίας κ.λπ., οπότε εκατομμύρια Γερμανών κατέστησαν αίφνης πολίτες άλλων κρατών), αλλά και οι μη γερμανικές εθνοφυλετικές ομάδες.
Ήδη λοιπόν από της επομένης του πολέμου, η Γερμανία (σημειωτέον: η δημοκρατική Γερμανία των Σοσιαλδημοκρατών του Γουσταύου Στρέζεμαν!) ανήγαγε τις μειονότητες σε μοχλό της αναθεωρητικής πολιτικής της. Προς τον σκοπό αυτό συνεστήθησαν διάφορες „μη κυβερνητικές“ οργανώσεις για τα δικαιώματα των „εθνοτικών ομάδων“, οι οποίες, ενισχυόμενες με κρατικούς πόρους και δρώσες βάσει κρατικών οδηγιών, ανέλαβαν να προωθήσουν την πρώτιστη επιδίωξη της Γερμανίας στην Ευρώπη: την αναθεώρηση της Συνθήκης Ειρήνης και των συνόρων στην Ανατολική Ευρώπη.
Ο χειρισμός της υποθέσεως απαιτούσε μεγίστη προσοχή και εχεμύθεια. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να διαρρεύσει ή, έστω, να δοθεί η εντύπωση ότι το γερμανικό κράτος ήταν αναμεμειγμένο. Αντιθέτως, έπρεπε να φαίνεται ότι όλα είναι προϊόν της τοπικής δράσεως, των εκπροσώπων διαφόρων γερμανικών μειονοτήτων, καθηγητών, δημοσιογράφων, δικηγόρων, πολιτικών. Η εντολή του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών προς την Ομοσπονδία Γερμανικών Εθνοτικών Ομάδων Ευρώπης ήταν σαφής: „ Στην προκειμένη περίπτωση,το κράτος πρέπει να δράσει λίαν προσεκτικώς και να κρατηθεί στο παρασκήνιο„. Σημειωτέον ότι τούτα ελέγοντο τον Απρίλιο του 1922, ήτοι ένδεκα χρόνια προ της ανόδου του ναζισμού στην αρχή!
Απόρρητο υπόμνημα του (Σοσιαλδημοκράτη) Στρέζεμαν όριζε τα της μυστικής χρηματοδοτήσεως των ανά την Ευρώπη δραστηριοποιουμένων μειονοτικών οργανώσεων της Γερμανίας. Το υπουργείο Οικονομικών εκλήθη να καταβάλει τριάντα εκατομμύρια (παλαιά) μάρκα, ποσό σημαντικό για την εποχή εκείνη. Διάφοροι „σύνδεσμοι“ ανέλαβαν την προώθηση των χρημάτων αυτών στις μειονοτικές οργανώσεις του εξωτερικού, ούτως ώστε να „εξασφαλίζεται το απόρρητο της πηγής των χρημάτων“, όπως σημείωνε ο προαναφερθείς Γερμανός υπουργός Εξωτερικών. Τον ρόλο των συνδέσμων επεφορτίσθησαν ορισμένα γραφεία, ιδρυθέντα, κατά προτίμησιν, σε παραμεθόριες περιοχές.
Και από που θαρρείτε ότι ξεκίνησε η εκστρατεία αποσταθεροποιήσεως; Από το… Φλένσμπουργκ, στη γερμανοδανική μεθόριο! Τό Φλένσμπουργκ της Βορείου Γερμανίας επέλεξε ο „μακεδονολόγος“ κ. Στέφαν Τρέμποτ και η βεβαρημένου παρελθόντος παρέα του (μεταξύ αυτών σεσημασμένοι παλαιοναζί!) ως έδρα, από τον Δεκέμβριο του 1996, του „Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτήτων“ (όρα σχετική αρθρογραφία στην ΝΕΜΕCΙΝ).
Και το ίδιο Φλένσμπουργκ είχαν επιλέξει, κατά τη δεκαετία του 1920, οι ομογάλακτοί τους, ως αφετηρία της εξορμήσεώς τους για τη διάλυση της Ευρώπης των κυριάρχων και ισοτίμων εθνών-κρατών και τη μετατροπή της σε μιά μάζα από εκατοντάδες „ανεξάρτητα“ εθνάρια („εύκολη τροφή“ πλέον για τον τευτονικό „Γαργαντούα”).
Ιδρύθηκε, λοιπόν, ένα „Συνοριακό Γραφείο Συνδέσεως Βορρά“ στο Φλένσμπουργκ, το οποίο και ανέλαβε αμέσως δράση από την άλλη πλευρά της γερμανοδανικής μεθορίου. Η γεωγραφική γειτνίαση με την Δανία συνιστούσε για τούς ιθύνοντες ένα πρώτης τάξεως άλλοθι: Αφού υφίστατο μία γερμανική μειονότης „απέναντι“, η οποιαδήποτε „πολιτιστική“ δραστηριότης επί δανικού εδάφους όχι μόνον δεν εφάνταζε ύποπτη, αλλά έμοιαζε, αντιθέτως, ως αυθόρμητη και δικαιολογημένη συνεργασία των ανθρώπων των διαβιούντων ένθεν και ένθεν των συνόρων („διπλωματία των πολιτών“, που θα έλεγαν σήμερα και οι ευρωλάγνοι του “Aristera“!).
Η ομοιότης με τη σημερινή τακτική του „Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτήτων“ είναι συγκλονιστική: Για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις και να πείσουν περί των… καλών προθέσεων τους, ο κ. Τρέμποτ και η παρέα του δεν διεκδίκησαν, βεβαίως, από τη Δανία την „επιστροφή“, του „Βορείου Σλέσβιχ” στη Γερμανία (ανόητοι δεν είναι -κάθε άλλο- είναι πανέξυπνοι και μεθοδικότατοι, και γι‘ αυτό λίαν επικίνδυνοι!), αλλά χρησιμοποίησαν ευφυώς την ύπαρξη μιάς… δανικής μειονότητος στη βορειότερη περιοχή της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο του Σλέσβιχ-Χολστάιν! Τι πιό λογικό και θεάρεστον, επομένως, από το να… „προωθήσουμε“ τον „διαπολιτισμικό διάλογο“ εμείς εδώ στο Φλένσμπουργκ, που έχουμε και έναν λόγο παραπάνω, λόγω των δανικής καταγωγής συμπολιτών μας – αυτό το επιχείρημα επικαλούνται κατά κόρον (και αυτό επανελάμβανε, προμηνών, στον γράφοντα, κατά τη διάρκεια προσωπικής συνομιλίας, ο υπεύθυνος σημαντικού γερμανικού „think-tank“).
Πράγματι, μεγαλοφυές! Όθεν και επέτυχαν να συμπαρασύρουν, ως „τσόντα“, κάποιους ανυποψίαστους Δανούς (και τους προβάλλουν τώρα ως άλλοθι!) καθώς και μερικούς καλοκάγαθους Γερμανούς αριστερούληδες του Σλέσβιχ-Χολστάιν. Εδώ επιβάλλεται μία επεξήγηση: Πολλοί καλλιεργημένοι Γερμανοί, καταγόμενοι, κατά κανόνα, από την λεγομένη „γενιά του 1968“, προερχόμενοι δηλαδή, κυρίως, εκ του αριστερού χώρου της δεκαετίας του 1970, τρέφουν, υπό το βάρος και του εβραϊκού Ολοκαυτώματος, μίαν ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μειονοτήτων. Καλοπροαίρετοι όντες, ενίοτε μέχρις αφελείας, κινδυνεύουν πολύ συχνά να παρασυρθούν σε ύποπτες ατραπούς, μόλις τους „παραμυθιάσει“ κανείς με „προστασία μειονοτήτων“ και „πολυπολιτισμικά“ φούμαρα! Έτσι, άλλωστε, „την πάτησαν“ μόλις προ ετών πολλοί πρώην ειρηνιστές, Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι Οικολόγοι, οι οποίοι, παγιδευμένοι από την ενορχηστρωμένη αντισερβική παραπληροφόρηση των κυριάρχων ΜΜΕ περί „Σέρβων σφαγέων, συμμοριτών και βιαστών“, έφθασαν στο σημείο, προς μεγίστην έκπληξιν και αυτών των παλαιών και νέων ναζί, να ζητούν εξ ίσου επιτακτικώς τον… βομβαρδισμό των Σέρβων. Υποθέτουμε ότι κάπως έτσι πρέπει να „την έπαθαν“ και στην προκειμένη περίπτωση όσοι καλόπιστοι βοήθησαν την ίδρυση του Κέντρου Μειονοτήτων, όπως η, κατά τα λοιπάν λίαν αξιόλογη, θαρραλέα και δυναμική, Σοσιαλδημοκράτισσα τοπική πρωθυπουργός του Σλέσβιχ-Χολστάιν κ. Χάιντε Ζιμόνις.
Ας αφήσουμε, όμως, επί του παρόντος, το σύγχρονο αποσταθεροποιητικό „κέντρο μειονοτήτων“ του Φλένσμπουργκ και ας επιστρέψουμε στους πνευματικούς του πατέρες του Μεσοπολέμου. Η ναζιστική Γερμανία (1933-1945), η οποία διεδέχθη τη Δημοκρατία της βαϊμάρης (1918-1933), συνέχισε την περί μειονοτήτων πολιτική της τελευταίας. Όπως και παλαιότερα από των στηλών της ΝΕΜΕCΕΩS επισημάναμε, ο Γερμανός καγκελάριος Αδόλφος Χίτλερ επέτυχε να ανατρέψει άπαντα σχεδόν τα αρνητικά για τη χώρα του γεωπολιτικά αποτελέσματα του πρώτου πολέμου ειρηνικώς, μέχρι του θέρους του 1939, και το επέτυχε τούτο ομιλών διαρκώς για δύο μόνον πράγματα: για την ειρήνη στην Ευρώπη και για τα δικαιώματα των γερμανικών (και άλλων) μειονοτήτων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Μία σημαντική μερίς της γαλλικής και της αγγλικής πολιτικής ελίτ και διανοήσεως έβλεπε, επί χρόνια, με έκδηλη συμπάθεια και κατανόηση τον Γερμανό καγκελάριο, που δεν ζητούσε παρά… σεβασμό των μειονοτήτων! Στην Αγγλία, μάλιστα, όπου είχαν το πάνω χέρι οι „ειρηνιστές“ οπαδοί της πολιτικής κατευνασμού (ομογάλακτοι των „ειρηνιστών” του σημερινού αθηναϊκού „Μετώπου Λογικής κατά του εθνικισμού“), οι πάντες σχεδόν, από τους „ευρωπαϊστές“ Συντηρητικούς τύπου Τσάμπερλεν μέχρι τους Φιλελευθέρους και τους μετριοπαθείς Εργατικούς, εφαίνοντο να μη θεωρούν δα και τόσο τραγικό το ότι οι Γερμανοί ζητούσαν „απλώς“ μειονοτικά δικαιώματα για τους συμπατριώτες τους στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (στην προκειμένη περίπτωση: στην Τσεχοσλοβακία).
Μόνον μερικοί πολιτικοί και αναλυτές, προερχόμενοι εκ των „δύο άκρων“, οι „υπερεθνικιστές“ Συντηρητικοί τύπου Τσόρτσιλ και η αριστερά πτέρυγα των Εργατικών (οι… αντιευρωπαίοι „εθνικοκομμουνιστές“, που θα έλεγε και ο κ. Ριχάρδος Σωμερίτης!), έβλεπαν προς τα πού πήγαινε το πράγμα και έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά ουδείς τους ελάμβανε σοβαρώς υπ’ όψιν.
Η περαιτέρω έκβαση της ιστορίας μας είναι σήμερα γνωστή: Αρχικώς, οι Γερμανοί ζητούσαν „απλώς“ να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα της μειονότητας τους στην Τσεχοσλοβακία (Σουδήτες), και ουδείς λογικός και φιλειρηνικός Ευρωπαίος πολιτικός διεφώνει. Την επομένη επανήρχοντο, προβάλλοντες πλέον αίτημα αυτονομίας της μειονότητάς τους, „άπλώς“ για να μπορεί η τελευταία να προάγει δήθεν τον πολιτισμό της και να προστατεύσει την… εθνοφυλετική της ταυτότητα.
Μεθ’ ου πολύ εγένετο και τούτο δεκτό, οπότε οι εκπρόσωποι των Γερμανών Σουδητών της Τσεχοσλοβακίας, υποκινούμενοι εκ Βερολίνου, αξίωσαν να παύσει το „καθεστώς τρομοκρατίας και καταπιέσεως“ της Πράγας εις βάρος της γερμανικής μειονότητος και απήτησαν πλέον την αποχώρηση των τσεχικών δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και των εν γένει τσεχικών Αρχών από την αυτόνομη „Σουδητία“, διαβεβαιούντες τους Αγγλογάλλους ότι τα κίνητρά τους ήσαν αγαθά και ότι δεν σκόπευαν να αποσχισθούν από την Τσεχοσλοβακία (δεν σας θυμίζει το σημερινό „θέατρο“ με το Κοσσυφοπέδιο;).
Αφού συνέβη δε και αυτό, η Γερμανία σκηνοθέτησε μία „εθνοτική σύγκρουση“ στη Σουδητία, μεταχειριζόμενη ως „acteur provocateur“ τη μειονότητά της. Ο δυτικός Τύπος κατεκλύζετο από ειδήσεις και ανταποκρίσεις περί „ταραχών“ και περί „καταπιέσεως“ της γερμανικής μειονότητος στην Τσεχοσλοβακία -η οποία, σημειωτέον, στη Σουδητία δεν ήταν καθόλου μειοψηφία, αλλά συντριπτική πλειοψηφία. Οι (τηλεκατευθυνόμενες) γερμανικές οργανώσεις για τα δικαιώματα των μειονοτήτων είχαν „λυσσάξει“, οι Άγγλοι (οι „πλανητάρχες“ της εποχής!), στην προσπάθειά τους να ηρεμήσουν τους Γερμανούς και να αντιμετωπίσουν την κρίση, αξίωναν επιτακτικώς από τους Τσέχους περίπου να „αυτοευνουχισθούν“ ως κράτος, και, τέλος, οι ταλαίπωροι οι Τσέχοι (οι… Σέρβοι της εποχής!), διερωτώμενοι τι διάβολο συμβαίνει και τους χτυπά όλος ο κόσμος, αναγκαστικώς υπέκυψαν. Αποτέλεσμα; Η απόσχιση της Σουδητίας και η προσάρτησή της στη Γερμανία (Συμφωνία Μονάχου, φθινόπωρο 1938).
Τουλάχιστον, το ζήτημα έληξε, θα σκεφθεί κανείς. Τέσσερα εκατομμύρια Γερμανών πήγαν και „κόλλησαν“ στους υπολοίπους, όπερ και θεμιτόν στο κάτω-κάτω της γραφής! Και η Τσεχοσλοβακία έμεινε με τους Τσέχους της και τους Σλοβάκους της. Τέλος καλό, όλα καλά!
Αυτό ακριβώς εσκέφθησαν οι Άγγλοι και οι λοιποί. Και, ως γνωστόν, την “πάτησαν“! Διότι, ήδη από της επομένης, οι Γερμανοί ξεκίνησαν νέο παιχνίδι: Μπορεί μεν να „επανενώθησαν“ με τους δικούς τους, αλλά τώρα άρχισαν να „κόπτονται” για τις λοιπές „εθνοτικές ομάδες“ και „μειονότητες“ της Τσεχοσλοβακίας (Σλοβάκους, Ούγγρους, Πολωνούς κ.λπ.). Τι θα γίνει μ‘ αυτές, ρωτούσαν ξανά και ξανά. Δεν έχουν και αυτές οι „μειονότητες” ιερό και θεμιτό δικαίωμα „να προστατεύσουν την εθνοφυλετική ταυτότητά τους“;
Προσεταιρίσθησαν, λοιπόν, την ηγεσία των Σλοβάκων και, υποσχόμενοι „λαγούς με πετραχήλια“ (υποστήριξη της μεγάλης και κραταιάς Γερμανίας στή νέα και ηνωμένη Ευρώπη που σχεδίαζε ο Χίτλερ κ.λπ.), τους μετέβαλαν σε εργαλείο τους, το οποίο και χρησιμοποίησαν προς διάλυσιν (οριστική πλέον) της Τσεχοσλοβακίας. Ήτοι, ενώ οι Γερμανοί είχαν πάρει ήδη από το 1938 αυτό που υποτίθεται ότι ήθελαν από την Τσεχοσλοβακία (την περιοχή της γερμανικής μειονότητος), εν τούτοις προήλασαν την άνοιξη του 1939 μέσα στην ίδια την Πράγα πλέον.
Είναι αυτονόητο ότι, άφ‘ ης στιγμής αφηρέθη από την (ήδη „κολοβή“) Τσεχοσλοβακία και η περιοχή των Σλοβάκων, η Τσεχοσλοβακία έπαυσε να υφίσταται ως κράτος. Η εναπομείνασα Τσεχία δεν ήταν πλέον παρά ένα φάντασμα κράτους, στερουμένου πάσης πραγματικής ανεξαρτησίας, εξ ου και η ηγεσία των Τσέχων εξηναγκάσθη να θέσει τη χώρα υπό την „προστασία“ του Γερμανικού Ράιχ, μετονομασθείσα σε „Προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας“ (και, όπως φαίνεται, αυτήν την τύχη θα έχει και πάλι, εντός της „Ευρωπαϊκής Ενώσεως“, το τραγικό έθνος που έδωσε στην ανθρωπότητα πλειάδα ηρώων, μαρτυρησάντων στην πυρά υπέρ της ελευθερίας -από τον μεταρρυθμιστή Ιωάννη Χούς, τον οποίο έκαψαν ζωντανό οι Παπικοί προ τεσσάρων αιώνων, μέχρι τον φοιτητή Γιάν Πάλατς, τον αυτοπυρποληθέντα κατά τη σοβιετική εισβολή του 1968).
Και οι αφελείς Σλοβάκοι έμειναν να πανηγυρίζουν για την „ανεξαρτησία“ τους, όπως έμελλε να κάνουν δύο χρόνια αργότερα, το 1941, και οι Κροάτες της διαλυθείσης υπό των Γερμανών Γιουγκοσλαβίας, καθώς και οι Τσετσένοι και Τάταροι της Ρωσίας, αλλά και οι Αλβανοί Κοσοβάροι και οι Αλβανοτσάμηδες της Θεσπρωτίας και οι Σλαβομακεδόνες των Σκοπιών και της Φλωρίνης (που ενώθηκαν με τη „μητέρα Βουλγαρία“) και οι (ελάχιστοι ευτυχώς!) Ρουμανόβλαχοι που ίδρυσαν „Πριγκιπάτο“ στην υπό ιταλική κατοχή Ελλάδα, και όλες αυτές οι ανά την Ευρώπη και τον Καύκασο „εθνοτικές ομάδες“ και „μειονότητες“, οι οποίες ελειτούργησαν ως „πέμπτη φάλαγγα” του φασισμού, χωρίς ίσως και οι ίδιες να αντιλαμβάνονται ότι απετέλεσαν απλώς „πιόνια“ στην σκακιέρα του.
Σήμερα, ο γερμανικός Αναθεωρητισμός χρησιμοποιεί ξανά το όπλο των „μειονοτήτων” και των „εθνοτικών ομάδων“, προκειμένου να πλήξει θανάσιμα την κυριαρχία και ακεραιότητα των ανεξαρτήτων εθνών-κρατών της Ευρώπης, με πρόδηλο απώτερο σκοπό την εξασθένηση τους και υποβάθμισή τους σε ρόλο επαρχιών του εκκολαπτομένου Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου, δηλαδή του νέου γερμανικού Ράιχ. Ώς να μη ήρκει δε η χθόνια υπονομευτική εργασία δεκαετιών, εκ μέρους ποικίλων „ινστιτούτων“ και „μη κυβερνητικών“ οργανώσεων, έρχεται τώρα και επισήμως το γερμανικό κράτος να διακηρύξει τις μειονότητες σε εργαλείο ασκήσεως εξωτερικής πολιτικής:
Προφασιζομένη ότι κόπτεται δήθεν για τα δικαιώματα των „εθνοτικών ομάδων“ της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας, η γερμανική κυβέρνηση διεκήρυξε το 1992 „urbi et orbi“, διά στόματος τού υπουργού Εξωτερικών Κλάους Κίνκελ, την πρόθεσή της να „γονατίσει“ τη Σερβία („Serbien in die knie zwingen“), υπό τα ουρανομήκεις ζητωκραυγάς των ανθρωπιστικώς ευαίσθητων αριστερούληδων (!) και την αυτήν τακτική συνεχίζει και τώρα εξ αφορμής του Κοσσυφοπεδίου.
Εξάλλου, εσχάτως η γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή, δια της Διακηρύξεως της 29ης Μαΐου τρέχοντος έτος, έφθασε στο σημείο να εκβιάσει ανενδοιάστως την Πολωνία (αλλά και την Τσεχία), εξαρτήσασα εμέσως πλην σαφώς την ένταξη των χωρών αυτών στην Ε.Ε. από την αναγνώριση εκ μέρους των, του „δικαιώματος” επιστροφής των Γερμανών των εκπατρισθέντων το 1945, καθώς και από την απόδοση των περιουσιών τους.
Η διακήρυξη αυτή ήλθε να προστεθεί σε χορεία δηλώσεων σημαινόντων πολιτικών, καθώς και σε σειρά άρθρων „εγκύρων” εντύπων, που επί χρόνια τώρα αξιούν (τους τελευταίους μήνες σε ολοένα και θρασύτερο τόνο!) να αναγνωρίσουν η Βαρσοβία και η Πράγα το „άδικον“ („Unrecht“) του εκπατρισμού εκατομμυρίων Γερμανών από την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία στα τέλη του πολέμου και συνεπείς της γερμανικής ήττας – χωρίς πλέον καν να αναφέρονται, έστω για τα προσχήματα, στο τι προηγήθη του 1945, στο „τις ήρξατο χειρών αδίκων“ (όπως τουλάχιστον έπρατταν παλαιότερα, όταν παρίσταναν τις μεταμελημένες Μαγδαληνές).
Περισσότερα όμως περί της χρησιμοποιήσεως των „μειονοτήτων” πρός αποδυνάμωσιν και δορυφοροποίησιν των εθνών-κρατών της Ευρώπης
~ Νοϊμπαχερ, ειδικός επιτετραμμένος του υπουργείου Εξωτερικών του Ράιχ για τη Νοτιοανατολική Περιοχή:
"H Γερμανία είναι ειλικρινώς και ανιδιοτελώς έτοιμη να αναγνωρίσει και να προστατεύσει μία Αλβανία που θα διακηρύξει την ανεξαρτησία της. Περαιτέρω, είναι προς το μέγιστο συμφέρον του αλβανικού λαού να διαθέτει μίαν κυβέρνηση, η οποία επί τη βάσει της αναγνωρίσεώς της από τη Γερμανία, θα διαφυλάξει, σε φιλική συμφωνία με την τελευταία, τα συμφέροντα του πληθυσμού, εν όψει της(...) προελάσεως της Γερμανικής Βέρμαχτ.(...) Στη Νέα Αλβανία, η οποία είχε δοθεί στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα, κατοικούν τα φυλετικώς εκλεκτότερα, πολιτικώς φανατικότερα και στρατιωτικώς καταλληλότερα στοιχεία του αλβανικού έθνους. Ο πληθυσμός αυτός γνωρίζει ότι (...) ζει και πεθαίνει με τη Γερμανία....
Σχηματίζουμε εθνικές πολιτοφυλακές. Μπορούμε πιθανώς να χρησιμοποιήσουμε μία κοσοβάρικη πολιτοφυλακή για την κάλυψη των οδών προελάσεως μας και να την αφήσουμε να παρελάσει στα Τίρανα -γεγονός που θα έδινε ώθηση στο κίνημα της ανεξαρτησίας"...
Το Δ' Ράιχ και οι μειονότητες - Μέρος δεύτερο
Του Ηλία Ηλιόπουλου
Πολλοί καλοπροαίρετοι εκφράζουν την απορία τους για το πώς γίνεται να συνυπάρχουν, επί των ημερών μας, αφ' ενός μεν μία τάση προς υπέρβαση των παραδοσιακών εθνικών κρατών και σύμπηξη μεγαλυτέρων συνόλων (όρα "Ευρωπαϊκή Ένωση'') και αφ’ ετέρου μία, αντίρροπος, τάση προς αποσύνθεση των υφισταμένων κρατών σε πολυάριθμα μικρότερα εθνοφυλετικά μόρια ("Ευρώπη των Περιφερειών''). Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά αντίφαση.
Η συγκρότηση ενός ενιαίου γεωοικονομικού και γεωστρατηγικού χώρου της ηπειρωτικής Ευρώπης συνιστά μείζονος σημασίας στρατηγική επιλογή του ισχυρού γερμανικού (και του εταιρικού του ευρωπαϊκού) κεφαλαίου, υπαγορευόμενη από την ανάγκη του να δημιουργήσει τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις που θα του επιτρέψουν να ανταγωνισθεί επιτυχώς, κατά τον 21ο αιώνα, το αμερικανικό κεφάλαιο (το οποίο επίσης βαδίζει με γοργά βήματα προς την περιχαράκωση του δικού του στρατοπέδου, από την Αλάσκα μέχρι το Μεξικό -όρα "ΝΑFΤΑ''- και, μεσοπρόθεσμα, μέχρι την Αργεντινή).
Η θεμελιώδης αυτή επιλογή των ισχυρών της Ευρώπης, η οποία και παρουσιάζεται από τουςοικονομολογούντες μισθοφόρους των εντύπων και ηλεκτρονικών "χαμαιτυπείων σκέψεως" ως "επιταγή των καιρών'', αναπόφευκτη λόγω "παγκοσμιοποίησης", επιφέρει αυτονοήτως την (τάχα... ανεξήγητη και παράδοξη) "έξαρση των εθνικισμών, των τοπικισμών και των θρησκευτικών φονταμενταλισμών''.
Πρώτον, διότι, προκειμένου να επιτύχει τον ζωτικό στρατηγικό στόχο του, το ισχυρό κεφάλαιο "έχει ξεγράψει'' πλέον το έθνος-κράτος, το οποίο του έγινε από καιρού "στενός κορσές'', και δεύτερον, διότι τα ευρέα κοινωνικά στρώματα που καλούνται να καταβάλουν το επαχθές τίμημα της "προσαρμογής'' στην "άτεγκτη επιταγή" της "παγκοσμιοποίησης'' αναζητούν ψυχολογική προστασία στο συναίσθημα του ''εμείς''.
Οτι όλοι αυτοί -και 90 εκατομμύρια άλλοι "μειονοτικοί'' από την Ισπανία και το Βέλγιο μέχρι την Ελλάδα και τη Βουλγαρία- έχουν το "δικαίωμα" της αποσχίσεως, και δια της βίας ακόμη, εφ’ όσον το κυρίαρχο κράτος δεν τους επιτρέψει να "προστατεύσουν” αρκούντως την "εθνοτική τους ταυτότητα", μπορεί μεν να μη συνάδει στο παραμικρό με τις θέσεις του ΟΗΕ, αλλά αποτελεί διακεκηρυγμένη πεποίθηση των "ειδικών" του Φλένσμπουργκ. Η "βιαία μεταβολή των συνόρων" είναι, εν ενάγκη, μέσα στο πρόγραμμα.
Διότι, όπως εξηγεί ο κ. Τρέμπστ,
Για να επιλέγουμε (προς το παρόν): Πέραν του ότι η αντίληψη των Γερμανών "ειδικών” περί του τι και ποιος εστί "μειονότης" μας επιστρέφει ολοταχώς στον (προνεωτερικό ή φασιστικό) Μεσαίωνα, απειλεί ευθέως να τινάξει στον αέρα το οικοδόμημα της διεθνούς πολιτικής. Ας αντιληφθούμε, επιτέλους, ότι οι κύριοι αυτοίδεν είναι μεμονωμένες περιπτώσεις, ούτε κάποιοι "περιθωριακοί" [2]. Είναι οι εκπρόσωποι της αρχούσης ιδεολογίας στην "ακαδημαϊκή κοινότητα'' και διαπλάθουν, εδώ και χρόνια, κάθε μέρα, κάθε εξάμηνο, τη συνείδηση χιλιάδων νέων (επιστημονικών συνεργατών, φοιτητών, διδακτόρων κ.ο.κ.), τους οποίους και εξαπολύουν, εν συνεχεία, ως "παρατηρητές" και "ειδικούς εις τα μειονοτικά" ανά την Ευρώπην -όπως απέστελλαν κάποτε τη Βέρμαχτ, και εν αναμονή της Μπούντεσβερ.
Πηγή: ΝΕΜΕCΙS - Τεύχος 15 Οκτωβρίου 1998
http://vlahofonoi.blogspot.gr/2014/01/1.html
http://www.berlin-athen.eu
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
Ο γερμανικός Αναθεωρητισμός χρησιμοποιεί το όπλο των „μειονοτήτων” και των "εθνοτικών ομάδων", προκειμένου να πλήξει θανάσιμα την κυριαρχία και ακεραιότητα των ανεξαρτήτων εθνών-κρατών της Ευρώπης, με πρόδηλο απώτερο σκοπό την εξασθένηση και την υποβάθμισή τους
Η κατασκευή μειονοτήτων
~ Heirnrich Himler, ο αρχηγός των SS:
„Κατά την αντιμετώπιση των ξένων εθνοτήτων στην Ανατολική Ευρώπη ένα πράγμα πρέπει να έχουμε κατά νου: να αναγνωρίζουμε και να προωθούμε την ιδιαίτερη ταυτότητα όσο το δυνατόν περισσοτέρων εθνοτήτων… άρα να αναγνωρίζουμε όχι μόνον τους Πολωνούς και Εβραίους αλλά και όποιες άλλες εθνοφυλετικές κατηγορίες μπορεί να βρεθούν. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όχι μόνον δεν έχουμε κανέναν απολύτως συμφέρον στο να είναι εθνικώς ομοιογενής ο Ανατολικός χώρος, αλλ‘ απεναντίας έχουμε μέγιστο συμφέρον να τον διασπάσουμε σε όσο το δυνατόν περισσότερα τμήματα και εθνότητες. Αλλά και αυτές ακόμη τις εθνότητες, δεν μας συμφέρει να τις καταστήσουμε ενιαίες και μεγάλες να τους αναπτύξουμε ισχυρά εθνική συνείδηση και εθνικό πολιτισμό, αλλά αντιθέτως, μας συμφέρει να τις διαλύσουμε σε απειράριθμες μικρότερες φυλετικές ομάδες και μόρια“…
~ Τον Μάιο του 2005 έλαβε χώρα στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας συνέδριο από την Γερμανικής προελεύσεως Μη Κυβερνητική Οργάνωση «Ομοσπονδιακή Ένωση Ευρωπαϊκών Εθνοτήτων» που φέρει το ακρώνυμο “FUEN“. Η διακήρυξη του συνεδρίου σε σχέση με τους Βλάχους ήταν αποκαλυπτική ως προς τους απώτερους στόχους του ημιεπίσημου, γερμανικού αυτού φορέα:
“Η Αλβανία και η Ελλάδα θα πρέπει να αναγνωρίσουν τους Αρωμάνους σαν την μεγαλύτερη μειονότητα στο Σύνταγμά τους, να κάνουν απογραφή του πληθυσμού, να αλλάξουν τον νόμο περί πολιτικών κομμάτων και να προσφέρουν στους Αρωμάνους το δικαίωμα να εκπέμπουν στο Εθνικό Ραδιοφωνικό Δίκτυο και τηλεόραση στην Αλβανία και Ελλάδα με δικαίωμα να σχηματίσουν τοπικές Διοικητικές μονάδες Αρωμάνων επιθυμούντων ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (πολιτισμική ή ΕΔΑΦΙΚΗ)“. (Εδώ)Θα ακολουθήσει μια σειρά άρθρων σχετικά με την γερμανική πολιτική και τις μειονότητες που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Διαβάστε παρακάτω το πρώτος μέρος.
Το Δ‘ Ράιχ και οι μειονότητες – Μέρος πρώτο
Του Ηλία Ηλιόπουλου
Από της Αμερικανικής και της Γαλλικής επαναστάσεως και έπειτα, η σύγχρονη δημοκρατική σκέψη αναγνωρίζει δικαιώματα του ανθρώπου και πολίτου. Το (ναζιστικής καταγωγής) ιδεολόγημα των „εθνοτικών ομάδων“ σηματοδοτεί ιστορικών διαστάσεων αναστροφή κατά τη μακρά πορεία του ανθρώπου για τη χειραφέτηση και απελευθέρωσή του από αρχαϊκά προ-πολιτικά δεσμά (θρησκοληψία – φυλετισμός), σημαίνει δε, εν τέλει, την ακύρωση του ουμανισμού, του Διαφωτισμού και του νεωτερικού δημοκρατικού έθνους-κράτους και την επιστροφή στον Μεσαίωνα.
Η αντίληψη ότι ουδείς άνθρωπος επιτρέπεται του λοιπού να διωχθεί ή να τύχει αρνητικής μεταχειρίσεως μόνον και μόνον επειδή έχει την τάδε ή τη δείνα εθνικότητα ή θρησκευτική πίστη, απετέλει κοινή πεποίθηση των απανταχού της γης ελευθέρων πνευμάτων, την επαύριο του τελευταίου μεγάλου πολέμου.
Συγκλονισμένη από τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και από το πρωτοφανές και ασύλληπτον („einmalig und unvorstellbar“) των εγκλημάτων του φασισμού (ακόμη και εν αντιπαραβολή προς προηγουμένους πολέμους ή γενοκτονίες), ακριβώς δε επειδή τα εγκλήματα αυτά διεπράχθησαν αδιακρίτως εις βάρος αμάχων ανθρώπων μόνον και μόνον εξ αίτιας του “ανήκειν“ σε μία άλφα ή βήτα εθνική ή θρησκευτική κοινότητα (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η γενοκτονία κατά των Εβραίων), η ανθρωπότης αισθάνθηκε την ανάγκη να εκδηλώσει πανηγυρικώς την ευαισθησία της ειδικά ως προς το ζήτημα των διακρίσεων εις βάρος ατόμων λόγω εθνικότητος, χρώματος ή θρησκεύματος.
Υπό την έννοια αυτήν, λοιπόν, ο νεοϊδρυθείς τότε Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών συνομολόγησε το 1948 την “Σύμβασιν προς πρόληψιν και δίωξιν της γενοκτονίας“. Η συμφωνία απετέλεσε το νομικό πλαίσιο (λίαν αυστηρό, υπό το κράτος και των αλγεινών εμπειριών του φασισμού) γιά την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Πολίτου.
Όλως ενδιαφέρον, σε σχέση με το εξεταζόμενο θέμα μας, είναι το γεγονός ότι ή σύμβαση του ΟΗΕ αφορά πρόσωπα, όχι σύνολο. Ο άνθρωπος, ο πολίτης, είναι πού προστατεύεται από ενδεχόμενη δίωξη ή διάκριση εις βάρος του, επειδή ανήκει στην άλφα ή τη βήτα μειονότητα, θρησκευτική ή εθνική. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι “ή“ μειονότης χ ή ψ πρέπει να έχει, ως τοιαύτη, συλλογικά δικαιώματα.
Ήγουν: Η Διακήρυξη του ΟΗΕ αναφέρεται σε δικαιώματα του προσώπου, του Ανθρώπου και του Πολίτου! Συλλογικά “δικαιώματα“ αρχαϊκών συνόλων (“εθνοτική ομάδα / μειονότης“) δεν γνωρίζει ο ΟΗΕ! Τούτο δε όχι επειδή ίσως ο ΟΗΕ “ξέχασε“ τις μειονότητες, όπως κατ’ επανάληψιν ισχυρίσθηκε τον τελευταίο καιρό ο κ. Σωτήρης Νταλής, παρουσιάζων τις δήθεν „μοντέρνες“ εκδόσεις κάποιων ανιστόρητων „ευρωπαϊστών“ προφεσόρων για τις „μειονότητες“ στην Ελλάδα. Ο Ισχυρισμός ότι ή „διεθνής κοινότης“ είχε “ξεχάσει“ τις “εθνοτικές και γλωσσικές μειονότητες“ επί σαράντα και πλέον χρόνια (1945-1990), προδίδει ασύγγνωστη πολιτική αφέλεια και τερατώδη άγνοια κρίσιμων ιστορικών αληθειών. Και καλόν θα ήτο όσοι αναλαμβάνουν κατά καιρούς να „μετακενώσουν“ στους εν Ελλάδι “ιθαγενείς“ τα “φώτα της Εσπερίας (πανεπιστημιακοί αστέρες του συρμού, αρθρογράφοι-βιβλιοπαρουσιαστές του „Βήματος“, του „Αντί“, της „Ελευθεροτυπίας” κ.α). να υιοθετούν μια κριτική στάση και να μη λειτουργούν απλώς ως πρακτορεία αναμεταδόσεως των κυριάρχων ιδεολογημάτων της „Νέας Τάξεως“.
Για να επανέλθουμε όμως, η διεθνής κοινότης (ότι και αν σημαίνει τούτο) δεν ήταν ποτέ δυνατόν να αναφερθεί σε „εθνοτικές και γλωσσικές μειονότητες“ το 1954, την επαύριο του „μεγάλου σφαγείου“, για δύο λόγους:
Πρώτον, η ενδεχόμενη αναγνώριση δικαιωμάτων όχι προσώπων αλλά συνόλων θα εσήμαινε αποδοχή, εκ μέρους των Ηνωμένων Εθνών, της αρχής της συλλογικής ευθύνης, η οποία όμως είναι παντελώς ξένη στην προοδευτική ευρωπαϊκή πολιτική και νομική σκέψη, μετά το 1789, και αντίκειται προς πάσαν έννοιαν δημοκρατίας (όρα τα προαναφερθέντα περί ιστορικής αναστροφής). Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι, κατά τους τελευταίους αιώνες, η αρχή της συλλογικής ευθύνης εξακολουθούσε να ισχύει μόνον σε κοινωνίες με „παρωχημένη πολιτική κουλτούρα“ (“parochial culture“). Τυπικό παράδειγμα το οσμανικό κράτος, όπου δεν ανεγνωρίζετο το πρόσωπο, αλλά το „μιλλέτ“ (Ρωμιοί, Εβραίοι κ.λπ.).
Δεύτερον, επί της ιδίας αρχής της συλλογικής ευθύνης είχε βασισθεί η όλη πολιτική και πολιτειακή σκέψη της ναζιστικής Γερμανίας. Οι πολιτειολόγοι, νομομαθείς και λοιποί διανοούμενοι του ναζισμού είχαν αναγάγει σε ύπατο αξίωμα την προ-νεωτερική, προ-πολιτική, προ-αστική και προ-δημοκρατική αρχή της συλλογικής ευθύνης (η οποία δεν απαντούσε πλέον πουθενά στην Ευρώπη, παρά μόνον, ως προελέχθη, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ή σε εκτός Ευρώπης αποικιοκρατούμενες κοινωνίες).
Για τούς θεωρητικούς του ναζισμού δεν υπήρχαν πλέον πρόσωπα, αλλά εθνοφυλετικές ομάδες. „Ελευθερία είναι η συμφωνία με το είδος“, εξηγούσε ο κορυφαίος εξ αυτών Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Και το αξίωμα αυτό απετέλεσε τη λυδία λίθο της ευρωπαϊκής σχεδιάσεως του ναζισμού, όπως θα δούμε κατωτέρω (η γνωστή “διεθνιστική“ παρέα της „Ελευθεροτυπίας“ και οι λοιποί φωνασκούντες για την καταπίεση των „εθνοτικών ομάδων“ εν Ελλάδι για „Μακεδόνες“ καί “Αρωμούνους“ και τα τοιαύτα, θα εξεπλήσσοντο, εάν μάθαιναν πόθεν κατάγονται τα ιδεολογήματά τους).
Επομένως, οι στοχαστές και οι διανοούμενοι οι οποίοι συνέτασσαν το 1948 διακηρύξεις υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – διακατεχόμενοι από την ιδεαλιστική πίστη ότι, τώρα πλέον, μετά το πέρας της τραγωδίας και δια της ιδρύσεως του ΟΗΕ, η ανθρωπότης θα εύρει τον δρόμο της ειρήνης και της συναδελφώσεως (πίστη ανθρωπίνως εύλογη και αξιέπαινη, ασχέτως του πώς κατήντησε αργότερα ο ταλαίπωρος ο διεθνής οργανισμός!)- δεν θα διενοούντο ποτέ να υιοθετήσουν τη φασιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης -πολλώ μάλλον, καθ‘ όσον είχαν ακόμη νωπές τις οδυνηρές μνήμες από την ακατάσχετη χιτλερική ρητορεία υπέρ των „μειονοτήτων“ και „έθνοτικών ομάδων“.
Αλλά ακόμη και σήμερα, η „διεθνής επιστημονική κοινότης“ (ότι και αν σημαίνει αυτό) δεν έχει κατασταλάξει σε ένα κοινής αποδοχής ορισμό περί „μειονοτήτων“, ακόμη λιγότερο δε αναγνωρίζει τη βεβαρημένου ναζιστικού παρελθόντος έννοια της „εθνοτικής ομάδος“ – παρά τις ενταθείσες μετά το 1990 προσπάθειες της γερμανικής διπλωματίας και παρ‘ όλον τον εκκωφαντικό θόρυβο διαφόρων, υπόπτου προελεύσεως, „Ινστιτούτων“ και „Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων“!
Το χαρίν της υποθέσεως έγκειται στο ότι, πολύ προτού… ανακαλυφθούν, τα τελευταία χρόνια, από τους κατ‘ επάγγελμα „διεθνιστές“, οι „εθνοτικές ομάδες“ και „μειονότητες“ είχαν αναχθεί από τους ναζιστές ιθύνοντες σε ακρογωνιαίο λίθο του „νεο-ταξικού“ ευρωπαϊκού οικοδομήματος τους!
Οι ευφυέστεροι και διορατικότεροι εκπρόσωποι των γερμανικών οικονομικών, πολιτικών και διπλωματικών ελίτ είχαν διαγνώσει. ήδη από της επομένης του Α‘ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι οι στρατηγικοί στόχοι της Γερμανίας στην Ευρώπη, πρωτίστως δε στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, έπρεπε να προσλάβουν μίαν τινά „ήθική” νομιμοποίηση στα όμματα της διεθνούς κοινής γνώμης, πράγματι, η Γερμανική Δημοκρατία του Μεσοπολέμου, η αποκληθείσα και Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η οποία, όπως έχει, εν τω μεταξύ, μετά βεβαιότητος αποφανθεί η σύγχρονη ιστορική επιστήμη, ακολουθούσε σαφώς αναθεωρητική πολιτική (πολιτική αναθεωρήσεως/ακυρώσεως των δυσμενών για τη Γερμανία γεωπολιτικών αποτελεσμάτων του Α‘ Παγκοσμίου Πολέμου), αξιοποίησε το ιδεολόγημα των „εθνοτικών ομάδων“ και ενέταξε την „προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων“ στην εξωτερική πολιτική της.
Η άμα τη λήξει του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ιδρυθείσα Κοινωνία των Εθνών δημιούργησε, συν τοις άλλοις, και ένα όργανο για την προστασία των πολιτών-μελών διαφόρων εθνικών μειονοτήτων. Το πρόσωπο το οποίο θεωρούσε ότι ετύγχανε αρνητικής μεταχειρίσεως εκ μέρους του κράτους του, εξ αίτιας της εθνικής καταγωγής του, διέθετε για πρώτη φορά θεσμούς στους οποίους και ηδύνατο πλέον να απευθύνεται, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα του (Γραμματεία Κοινωνίας των Εθνών, εδρεύουσα εν Γενεύη, Διεθνές Δικαστήριο Χάγης).
Δεν πρόλαβε, καλά-καλά, να εγκαθιδρυθεί το νέο σύστημα και η Γερμανία του „άλλαξε τα φώτα”, κατά το κοινώς λεγόμενον, χρησιμοποιούσα αυτό καταχρηστικώς και καθ’ υπερβολήν, προς επίτευξιν των στρατηγικών στόχων της στην Ευρώπη. Η σημαντικότερη πολιτικώς διαστρέβλωση συνίστατο στο ότι, ενώ το νομικό πλαίσιο της ΚτΕ (όπως και το μεταγενέστρο του ΟΗΕ, περί του οποίου εγένετο λόγος) αφορούσε πρόσωπα, οι Γερμανοί ιθύνοντες επέμεναν να το εννοούν και να το ερμηνεύουν ως αναφερόμενο σε σύνολα („έθνοφυλετικές ομάδες“).
Η εμμονή αυτή εκλαμβάνεται συνήθως, και ορθώς, ως τυπική απόδειξη της θεμελιώδους διαφωνίας μεταξύ της συγχρόνου, πολιτικής και δημοκρατικής περί έθνους αντιλήψεως („γαλλική / αγγλοσαξονική σχολή“) και της αντίστοιχης αρχαϊκής και φυλετιστικής περί έθνους αντιλήψεως της „γερμανικής σχολής“. Πέραν αυτού, όμως, η γερμανική στάση πρέπει να εξηγηθεί και σε συνάρτηση προς τις στρατηγικές επιδιώξεις της Γερμανίας στην Ευρώπη.
Διακεκηρυγμένος, ήδη από το 1914, στρατηγικός στόχος του γερμανικού κεφαλαίου ήταν η συγκρότηση ενός ηνωμένου γεωοικονομικού και γεωστρατηγικού χώρου της ηπειρωτικής Ευρώπης,υπό γερμανική ηγεμονία. Η ναζιστική Γερμανία (1933-1945) εξήγγειλε την πρόθεσή της να εκπληρώσει αυτόν τον στόχο. Τα επίσημα και ημιεπίσημα γερμανικά κείμενα της περιόδου βρίθουν αναφορών στον σχεδιαζόμενο Μεγάλο Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο („Europaische Grossraumwirtschaft“) και στην ιδρυθησομένη Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα („Europaische Wirschaftsgemeinschaft“)!
Απαραίτητος όρος, όμως, της δημιουργίας αυτού του υπερεθνικού ευρωπαϊκού Ράιχ ήταν η διάλυση ή σημαντική αποδυνάμωση των σχετικώς (ισχυρών εθνών-κρατών τής Ευρώπης. Όσον και αν, εκ πρώτης και μόνον όψεως, φαίνεται οξύμωρον, η επιδιωκομένη υπό του γερμανικού ιμπεριαλισμού „ευρωπαϊκή ενοποίηση“ συνεβάδιζε με τον εθνοφυλετικό κατακερματισμό της Ευρώπης. Και ένα θαυμάσιο εργαλείο προς τον σκοπόν αυτό συνιστούσαν οι διάσπαρτες ανά την Ευρώπη γερμανικές μειονότητες (συνεπεία της ήττας της, το 1918, η Γερμανία απώλεσε σημαντικές εκτάσεις υπέρ της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακίας, του Βελγίου, της Δανίας κ.λπ., οπότε εκατομμύρια Γερμανών κατέστησαν αίφνης πολίτες άλλων κρατών), αλλά και οι μη γερμανικές εθνοφυλετικές ομάδες.
Ήδη λοιπόν από της επομένης του πολέμου, η Γερμανία (σημειωτέον: η δημοκρατική Γερμανία των Σοσιαλδημοκρατών του Γουσταύου Στρέζεμαν!) ανήγαγε τις μειονότητες σε μοχλό της αναθεωρητικής πολιτικής της. Προς τον σκοπό αυτό συνεστήθησαν διάφορες „μη κυβερνητικές“ οργανώσεις για τα δικαιώματα των „εθνοτικών ομάδων“, οι οποίες, ενισχυόμενες με κρατικούς πόρους και δρώσες βάσει κρατικών οδηγιών, ανέλαβαν να προωθήσουν την πρώτιστη επιδίωξη της Γερμανίας στην Ευρώπη: την αναθεώρηση της Συνθήκης Ειρήνης και των συνόρων στην Ανατολική Ευρώπη.
Ο χειρισμός της υποθέσεως απαιτούσε μεγίστη προσοχή και εχεμύθεια. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να διαρρεύσει ή, έστω, να δοθεί η εντύπωση ότι το γερμανικό κράτος ήταν αναμεμειγμένο. Αντιθέτως, έπρεπε να φαίνεται ότι όλα είναι προϊόν της τοπικής δράσεως, των εκπροσώπων διαφόρων γερμανικών μειονοτήτων, καθηγητών, δημοσιογράφων, δικηγόρων, πολιτικών. Η εντολή του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών προς την Ομοσπονδία Γερμανικών Εθνοτικών Ομάδων Ευρώπης ήταν σαφής: „ Στην προκειμένη περίπτωση,το κράτος πρέπει να δράσει λίαν προσεκτικώς και να κρατηθεί στο παρασκήνιο„. Σημειωτέον ότι τούτα ελέγοντο τον Απρίλιο του 1922, ήτοι ένδεκα χρόνια προ της ανόδου του ναζισμού στην αρχή!
Απόρρητο υπόμνημα του (Σοσιαλδημοκράτη) Στρέζεμαν όριζε τα της μυστικής χρηματοδοτήσεως των ανά την Ευρώπη δραστηριοποιουμένων μειονοτικών οργανώσεων της Γερμανίας. Το υπουργείο Οικονομικών εκλήθη να καταβάλει τριάντα εκατομμύρια (παλαιά) μάρκα, ποσό σημαντικό για την εποχή εκείνη. Διάφοροι „σύνδεσμοι“ ανέλαβαν την προώθηση των χρημάτων αυτών στις μειονοτικές οργανώσεις του εξωτερικού, ούτως ώστε να „εξασφαλίζεται το απόρρητο της πηγής των χρημάτων“, όπως σημείωνε ο προαναφερθείς Γερμανός υπουργός Εξωτερικών. Τον ρόλο των συνδέσμων επεφορτίσθησαν ορισμένα γραφεία, ιδρυθέντα, κατά προτίμησιν, σε παραμεθόριες περιοχές.
Και από που θαρρείτε ότι ξεκίνησε η εκστρατεία αποσταθεροποιήσεως; Από το… Φλένσμπουργκ, στη γερμανοδανική μεθόριο! Τό Φλένσμπουργκ της Βορείου Γερμανίας επέλεξε ο „μακεδονολόγος“ κ. Στέφαν Τρέμποτ και η βεβαρημένου παρελθόντος παρέα του (μεταξύ αυτών σεσημασμένοι παλαιοναζί!) ως έδρα, από τον Δεκέμβριο του 1996, του „Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτήτων“ (όρα σχετική αρθρογραφία στην ΝΕΜΕCΙΝ).
Και το ίδιο Φλένσμπουργκ είχαν επιλέξει, κατά τη δεκαετία του 1920, οι ομογάλακτοί τους, ως αφετηρία της εξορμήσεώς τους για τη διάλυση της Ευρώπης των κυριάρχων και ισοτίμων εθνών-κρατών και τη μετατροπή της σε μιά μάζα από εκατοντάδες „ανεξάρτητα“ εθνάρια („εύκολη τροφή“ πλέον για τον τευτονικό „Γαργαντούα”).
Ιδρύθηκε, λοιπόν, ένα „Συνοριακό Γραφείο Συνδέσεως Βορρά“ στο Φλένσμπουργκ, το οποίο και ανέλαβε αμέσως δράση από την άλλη πλευρά της γερμανοδανικής μεθορίου. Η γεωγραφική γειτνίαση με την Δανία συνιστούσε για τούς ιθύνοντες ένα πρώτης τάξεως άλλοθι: Αφού υφίστατο μία γερμανική μειονότης „απέναντι“, η οποιαδήποτε „πολιτιστική“ δραστηριότης επί δανικού εδάφους όχι μόνον δεν εφάνταζε ύποπτη, αλλά έμοιαζε, αντιθέτως, ως αυθόρμητη και δικαιολογημένη συνεργασία των ανθρώπων των διαβιούντων ένθεν και ένθεν των συνόρων („διπλωματία των πολιτών“, που θα έλεγαν σήμερα και οι ευρωλάγνοι του “Aristera“!).
Η ομοιότης με τη σημερινή τακτική του „Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτήτων“ είναι συγκλονιστική: Για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις και να πείσουν περί των… καλών προθέσεων τους, ο κ. Τρέμποτ και η παρέα του δεν διεκδίκησαν, βεβαίως, από τη Δανία την „επιστροφή“, του „Βορείου Σλέσβιχ” στη Γερμανία (ανόητοι δεν είναι -κάθε άλλο- είναι πανέξυπνοι και μεθοδικότατοι, και γι‘ αυτό λίαν επικίνδυνοι!), αλλά χρησιμοποίησαν ευφυώς την ύπαρξη μιάς… δανικής μειονότητος στη βορειότερη περιοχή της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο του Σλέσβιχ-Χολστάιν! Τι πιό λογικό και θεάρεστον, επομένως, από το να… „προωθήσουμε“ τον „διαπολιτισμικό διάλογο“ εμείς εδώ στο Φλένσμπουργκ, που έχουμε και έναν λόγο παραπάνω, λόγω των δανικής καταγωγής συμπολιτών μας – αυτό το επιχείρημα επικαλούνται κατά κόρον (και αυτό επανελάμβανε, προμηνών, στον γράφοντα, κατά τη διάρκεια προσωπικής συνομιλίας, ο υπεύθυνος σημαντικού γερμανικού „think-tank“).
Πράγματι, μεγαλοφυές! Όθεν και επέτυχαν να συμπαρασύρουν, ως „τσόντα“, κάποιους ανυποψίαστους Δανούς (και τους προβάλλουν τώρα ως άλλοθι!) καθώς και μερικούς καλοκάγαθους Γερμανούς αριστερούληδες του Σλέσβιχ-Χολστάιν. Εδώ επιβάλλεται μία επεξήγηση: Πολλοί καλλιεργημένοι Γερμανοί, καταγόμενοι, κατά κανόνα, από την λεγομένη „γενιά του 1968“, προερχόμενοι δηλαδή, κυρίως, εκ του αριστερού χώρου της δεκαετίας του 1970, τρέφουν, υπό το βάρος και του εβραϊκού Ολοκαυτώματος, μίαν ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μειονοτήτων. Καλοπροαίρετοι όντες, ενίοτε μέχρις αφελείας, κινδυνεύουν πολύ συχνά να παρασυρθούν σε ύποπτες ατραπούς, μόλις τους „παραμυθιάσει“ κανείς με „προστασία μειονοτήτων“ και „πολυπολιτισμικά“ φούμαρα! Έτσι, άλλωστε, „την πάτησαν“ μόλις προ ετών πολλοί πρώην ειρηνιστές, Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι Οικολόγοι, οι οποίοι, παγιδευμένοι από την ενορχηστρωμένη αντισερβική παραπληροφόρηση των κυριάρχων ΜΜΕ περί „Σέρβων σφαγέων, συμμοριτών και βιαστών“, έφθασαν στο σημείο, προς μεγίστην έκπληξιν και αυτών των παλαιών και νέων ναζί, να ζητούν εξ ίσου επιτακτικώς τον… βομβαρδισμό των Σέρβων. Υποθέτουμε ότι κάπως έτσι πρέπει να „την έπαθαν“ και στην προκειμένη περίπτωση όσοι καλόπιστοι βοήθησαν την ίδρυση του Κέντρου Μειονοτήτων, όπως η, κατά τα λοιπάν λίαν αξιόλογη, θαρραλέα και δυναμική, Σοσιαλδημοκράτισσα τοπική πρωθυπουργός του Σλέσβιχ-Χολστάιν κ. Χάιντε Ζιμόνις.
Ας αφήσουμε, όμως, επί του παρόντος, το σύγχρονο αποσταθεροποιητικό „κέντρο μειονοτήτων“ του Φλένσμπουργκ και ας επιστρέψουμε στους πνευματικούς του πατέρες του Μεσοπολέμου. Η ναζιστική Γερμανία (1933-1945), η οποία διεδέχθη τη Δημοκρατία της βαϊμάρης (1918-1933), συνέχισε την περί μειονοτήτων πολιτική της τελευταίας. Όπως και παλαιότερα από των στηλών της ΝΕΜΕCΕΩS επισημάναμε, ο Γερμανός καγκελάριος Αδόλφος Χίτλερ επέτυχε να ανατρέψει άπαντα σχεδόν τα αρνητικά για τη χώρα του γεωπολιτικά αποτελέσματα του πρώτου πολέμου ειρηνικώς, μέχρι του θέρους του 1939, και το επέτυχε τούτο ομιλών διαρκώς για δύο μόνον πράγματα: για την ειρήνη στην Ευρώπη και για τα δικαιώματα των γερμανικών (και άλλων) μειονοτήτων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Μία σημαντική μερίς της γαλλικής και της αγγλικής πολιτικής ελίτ και διανοήσεως έβλεπε, επί χρόνια, με έκδηλη συμπάθεια και κατανόηση τον Γερμανό καγκελάριο, που δεν ζητούσε παρά… σεβασμό των μειονοτήτων! Στην Αγγλία, μάλιστα, όπου είχαν το πάνω χέρι οι „ειρηνιστές“ οπαδοί της πολιτικής κατευνασμού (ομογάλακτοι των „ειρηνιστών” του σημερινού αθηναϊκού „Μετώπου Λογικής κατά του εθνικισμού“), οι πάντες σχεδόν, από τους „ευρωπαϊστές“ Συντηρητικούς τύπου Τσάμπερλεν μέχρι τους Φιλελευθέρους και τους μετριοπαθείς Εργατικούς, εφαίνοντο να μη θεωρούν δα και τόσο τραγικό το ότι οι Γερμανοί ζητούσαν „απλώς“ μειονοτικά δικαιώματα για τους συμπατριώτες τους στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (στην προκειμένη περίπτωση: στην Τσεχοσλοβακία).
Μόνον μερικοί πολιτικοί και αναλυτές, προερχόμενοι εκ των „δύο άκρων“, οι „υπερεθνικιστές“ Συντηρητικοί τύπου Τσόρτσιλ και η αριστερά πτέρυγα των Εργατικών (οι… αντιευρωπαίοι „εθνικοκομμουνιστές“, που θα έλεγε και ο κ. Ριχάρδος Σωμερίτης!), έβλεπαν προς τα πού πήγαινε το πράγμα και έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά ουδείς τους ελάμβανε σοβαρώς υπ’ όψιν.
Η περαιτέρω έκβαση της ιστορίας μας είναι σήμερα γνωστή: Αρχικώς, οι Γερμανοί ζητούσαν „απλώς“ να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα της μειονότητας τους στην Τσεχοσλοβακία (Σουδήτες), και ουδείς λογικός και φιλειρηνικός Ευρωπαίος πολιτικός διεφώνει. Την επομένη επανήρχοντο, προβάλλοντες πλέον αίτημα αυτονομίας της μειονότητάς τους, „άπλώς“ για να μπορεί η τελευταία να προάγει δήθεν τον πολιτισμό της και να προστατεύσει την… εθνοφυλετική της ταυτότητα.
Μεθ’ ου πολύ εγένετο και τούτο δεκτό, οπότε οι εκπρόσωποι των Γερμανών Σουδητών της Τσεχοσλοβακίας, υποκινούμενοι εκ Βερολίνου, αξίωσαν να παύσει το „καθεστώς τρομοκρατίας και καταπιέσεως“ της Πράγας εις βάρος της γερμανικής μειονότητος και απήτησαν πλέον την αποχώρηση των τσεχικών δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και των εν γένει τσεχικών Αρχών από την αυτόνομη „Σουδητία“, διαβεβαιούντες τους Αγγλογάλλους ότι τα κίνητρά τους ήσαν αγαθά και ότι δεν σκόπευαν να αποσχισθούν από την Τσεχοσλοβακία (δεν σας θυμίζει το σημερινό „θέατρο“ με το Κοσσυφοπέδιο;).
Αφού συνέβη δε και αυτό, η Γερμανία σκηνοθέτησε μία „εθνοτική σύγκρουση“ στη Σουδητία, μεταχειριζόμενη ως „acteur provocateur“ τη μειονότητά της. Ο δυτικός Τύπος κατεκλύζετο από ειδήσεις και ανταποκρίσεις περί „ταραχών“ και περί „καταπιέσεως“ της γερμανικής μειονότητος στην Τσεχοσλοβακία -η οποία, σημειωτέον, στη Σουδητία δεν ήταν καθόλου μειοψηφία, αλλά συντριπτική πλειοψηφία. Οι (τηλεκατευθυνόμενες) γερμανικές οργανώσεις για τα δικαιώματα των μειονοτήτων είχαν „λυσσάξει“, οι Άγγλοι (οι „πλανητάρχες“ της εποχής!), στην προσπάθειά τους να ηρεμήσουν τους Γερμανούς και να αντιμετωπίσουν την κρίση, αξίωναν επιτακτικώς από τους Τσέχους περίπου να „αυτοευνουχισθούν“ ως κράτος, και, τέλος, οι ταλαίπωροι οι Τσέχοι (οι… Σέρβοι της εποχής!), διερωτώμενοι τι διάβολο συμβαίνει και τους χτυπά όλος ο κόσμος, αναγκαστικώς υπέκυψαν. Αποτέλεσμα; Η απόσχιση της Σουδητίας και η προσάρτησή της στη Γερμανία (Συμφωνία Μονάχου, φθινόπωρο 1938).
Τουλάχιστον, το ζήτημα έληξε, θα σκεφθεί κανείς. Τέσσερα εκατομμύρια Γερμανών πήγαν και „κόλλησαν“ στους υπολοίπους, όπερ και θεμιτόν στο κάτω-κάτω της γραφής! Και η Τσεχοσλοβακία έμεινε με τους Τσέχους της και τους Σλοβάκους της. Τέλος καλό, όλα καλά!
Αυτό ακριβώς εσκέφθησαν οι Άγγλοι και οι λοιποί. Και, ως γνωστόν, την “πάτησαν“! Διότι, ήδη από της επομένης, οι Γερμανοί ξεκίνησαν νέο παιχνίδι: Μπορεί μεν να „επανενώθησαν“ με τους δικούς τους, αλλά τώρα άρχισαν να „κόπτονται” για τις λοιπές „εθνοτικές ομάδες“ και „μειονότητες“ της Τσεχοσλοβακίας (Σλοβάκους, Ούγγρους, Πολωνούς κ.λπ.). Τι θα γίνει μ‘ αυτές, ρωτούσαν ξανά και ξανά. Δεν έχουν και αυτές οι „μειονότητες” ιερό και θεμιτό δικαίωμα „να προστατεύσουν την εθνοφυλετική ταυτότητά τους“;
Προσεταιρίσθησαν, λοιπόν, την ηγεσία των Σλοβάκων και, υποσχόμενοι „λαγούς με πετραχήλια“ (υποστήριξη της μεγάλης και κραταιάς Γερμανίας στή νέα και ηνωμένη Ευρώπη που σχεδίαζε ο Χίτλερ κ.λπ.), τους μετέβαλαν σε εργαλείο τους, το οποίο και χρησιμοποίησαν προς διάλυσιν (οριστική πλέον) της Τσεχοσλοβακίας. Ήτοι, ενώ οι Γερμανοί είχαν πάρει ήδη από το 1938 αυτό που υποτίθεται ότι ήθελαν από την Τσεχοσλοβακία (την περιοχή της γερμανικής μειονότητος), εν τούτοις προήλασαν την άνοιξη του 1939 μέσα στην ίδια την Πράγα πλέον.
Είναι αυτονόητο ότι, άφ‘ ης στιγμής αφηρέθη από την (ήδη „κολοβή“) Τσεχοσλοβακία και η περιοχή των Σλοβάκων, η Τσεχοσλοβακία έπαυσε να υφίσταται ως κράτος. Η εναπομείνασα Τσεχία δεν ήταν πλέον παρά ένα φάντασμα κράτους, στερουμένου πάσης πραγματικής ανεξαρτησίας, εξ ου και η ηγεσία των Τσέχων εξηναγκάσθη να θέσει τη χώρα υπό την „προστασία“ του Γερμανικού Ράιχ, μετονομασθείσα σε „Προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας“ (και, όπως φαίνεται, αυτήν την τύχη θα έχει και πάλι, εντός της „Ευρωπαϊκής Ενώσεως“, το τραγικό έθνος που έδωσε στην ανθρωπότητα πλειάδα ηρώων, μαρτυρησάντων στην πυρά υπέρ της ελευθερίας -από τον μεταρρυθμιστή Ιωάννη Χούς, τον οποίο έκαψαν ζωντανό οι Παπικοί προ τεσσάρων αιώνων, μέχρι τον φοιτητή Γιάν Πάλατς, τον αυτοπυρποληθέντα κατά τη σοβιετική εισβολή του 1968).
Και οι αφελείς Σλοβάκοι έμειναν να πανηγυρίζουν για την „ανεξαρτησία“ τους, όπως έμελλε να κάνουν δύο χρόνια αργότερα, το 1941, και οι Κροάτες της διαλυθείσης υπό των Γερμανών Γιουγκοσλαβίας, καθώς και οι Τσετσένοι και Τάταροι της Ρωσίας, αλλά και οι Αλβανοί Κοσοβάροι και οι Αλβανοτσάμηδες της Θεσπρωτίας και οι Σλαβομακεδόνες των Σκοπιών και της Φλωρίνης (που ενώθηκαν με τη „μητέρα Βουλγαρία“) και οι (ελάχιστοι ευτυχώς!) Ρουμανόβλαχοι που ίδρυσαν „Πριγκιπάτο“ στην υπό ιταλική κατοχή Ελλάδα, και όλες αυτές οι ανά την Ευρώπη και τον Καύκασο „εθνοτικές ομάδες“ και „μειονότητες“, οι οποίες ελειτούργησαν ως „πέμπτη φάλαγγα” του φασισμού, χωρίς ίσως και οι ίδιες να αντιλαμβάνονται ότι απετέλεσαν απλώς „πιόνια“ στην σκακιέρα του.
Σήμερα, ο γερμανικός Αναθεωρητισμός χρησιμοποιεί ξανά το όπλο των „μειονοτήτων” και των „εθνοτικών ομάδων“, προκειμένου να πλήξει θανάσιμα την κυριαρχία και ακεραιότητα των ανεξαρτήτων εθνών-κρατών της Ευρώπης, με πρόδηλο απώτερο σκοπό την εξασθένηση τους και υποβάθμισή τους σε ρόλο επαρχιών του εκκολαπτομένου Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου, δηλαδή του νέου γερμανικού Ράιχ. Ώς να μη ήρκει δε η χθόνια υπονομευτική εργασία δεκαετιών, εκ μέρους ποικίλων „ινστιτούτων“ και „μη κυβερνητικών“ οργανώσεων, έρχεται τώρα και επισήμως το γερμανικό κράτος να διακηρύξει τις μειονότητες σε εργαλείο ασκήσεως εξωτερικής πολιτικής:
Ο υπουργός εξωτερικών Κίνκελ, πρώην αρχηγός ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΚΟΠΙΑΣ της Γερμανίας, κατάγεται από τα Σκόπια (οι γονείς του). Συναισθηματικά είναι δεμένος με το κρατίδιο. Αλλά και επαγγελματικά. |
Εξάλλου, εσχάτως η γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή, δια της Διακηρύξεως της 29ης Μαΐου τρέχοντος έτος, έφθασε στο σημείο να εκβιάσει ανενδοιάστως την Πολωνία (αλλά και την Τσεχία), εξαρτήσασα εμέσως πλην σαφώς την ένταξη των χωρών αυτών στην Ε.Ε. από την αναγνώριση εκ μέρους των, του „δικαιώματος” επιστροφής των Γερμανών των εκπατρισθέντων το 1945, καθώς και από την απόδοση των περιουσιών τους.
Η διακήρυξη αυτή ήλθε να προστεθεί σε χορεία δηλώσεων σημαινόντων πολιτικών, καθώς και σε σειρά άρθρων „εγκύρων” εντύπων, που επί χρόνια τώρα αξιούν (τους τελευταίους μήνες σε ολοένα και θρασύτερο τόνο!) να αναγνωρίσουν η Βαρσοβία και η Πράγα το „άδικον“ („Unrecht“) του εκπατρισμού εκατομμυρίων Γερμανών από την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία στα τέλη του πολέμου και συνεπείς της γερμανικής ήττας – χωρίς πλέον καν να αναφέρονται, έστω για τα προσχήματα, στο τι προηγήθη του 1945, στο „τις ήρξατο χειρών αδίκων“ (όπως τουλάχιστον έπρατταν παλαιότερα, όταν παρίσταναν τις μεταμελημένες Μαγδαληνές).
Περισσότερα όμως περί της χρησιμοποιήσεως των „μειονοτήτων” πρός αποδυνάμωσιν και δορυφοροποίησιν των εθνών-κρατών της Ευρώπης
~ Νοϊμπαχερ, ειδικός επιτετραμμένος του υπουργείου Εξωτερικών του Ράιχ για τη Νοτιοανατολική Περιοχή:
"H Γερμανία είναι ειλικρινώς και ανιδιοτελώς έτοιμη να αναγνωρίσει και να προστατεύσει μία Αλβανία που θα διακηρύξει την ανεξαρτησία της. Περαιτέρω, είναι προς το μέγιστο συμφέρον του αλβανικού λαού να διαθέτει μίαν κυβέρνηση, η οποία επί τη βάσει της αναγνωρίσεώς της από τη Γερμανία, θα διαφυλάξει, σε φιλική συμφωνία με την τελευταία, τα συμφέροντα του πληθυσμού, εν όψει της(...) προελάσεως της Γερμανικής Βέρμαχτ.(...) Στη Νέα Αλβανία, η οποία είχε δοθεί στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα, κατοικούν τα φυλετικώς εκλεκτότερα, πολιτικώς φανατικότερα και στρατιωτικώς καταλληλότερα στοιχεία του αλβανικού έθνους. Ο πληθυσμός αυτός γνωρίζει ότι (...) ζει και πεθαίνει με τη Γερμανία....
Σχηματίζουμε εθνικές πολιτοφυλακές. Μπορούμε πιθανώς να χρησιμοποιήσουμε μία κοσοβάρικη πολιτοφυλακή για την κάλυψη των οδών προελάσεως μας και να την αφήσουμε να παρελάσει στα Τίρανα -γεγονός που θα έδινε ώθηση στο κίνημα της ανεξαρτησίας"...
~ Stefan Troebst, σύμβουλος της FUEN, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτήτων και αντιπρόσωπος του Γερμανικού ΥΠΕΞ στα Σκόπια κατά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας:''Στον μόλις 1912 εξελληνισθέντα Βορρά θα είναι άραγε οι εναπομείναντες Νοτιοσλάβοι ή οι Τούρκοι ή οι εκεί διαβιούντες Πομάκοι ή οι Αρωμούνοι, οι Μεγλενοί, οι Αλβανοί, οι Σαρακατσάνοι, οι Σεφαρδίνοι, οι Ρωμα, οι Γύφτοι ή οι Γιουρούκοι ή ποιοί άλλοι που πρώτοι θα αξιώσουν τα μειονοτικά τους δικαιώματα ως πρώτο στάδιο της ίδιας της κρατικής υπάρξεως τους ή της ενώσεως τους με ένα εκ των κοινοτικών κρατών.''
Το Δ' Ράιχ και οι μειονότητες - Μέρος δεύτερο
Του Ηλία Ηλιόπουλου
Πολλοί καλοπροαίρετοι εκφράζουν την απορία τους για το πώς γίνεται να συνυπάρχουν, επί των ημερών μας, αφ' ενός μεν μία τάση προς υπέρβαση των παραδοσιακών εθνικών κρατών και σύμπηξη μεγαλυτέρων συνόλων (όρα "Ευρωπαϊκή Ένωση'') και αφ’ ετέρου μία, αντίρροπος, τάση προς αποσύνθεση των υφισταμένων κρατών σε πολυάριθμα μικρότερα εθνοφυλετικά μόρια ("Ευρώπη των Περιφερειών''). Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά αντίφαση.
Η συγκρότηση ενός ενιαίου γεωοικονομικού και γεωστρατηγικού χώρου της ηπειρωτικής Ευρώπης συνιστά μείζονος σημασίας στρατηγική επιλογή του ισχυρού γερμανικού (και του εταιρικού του ευρωπαϊκού) κεφαλαίου, υπαγορευόμενη από την ανάγκη του να δημιουργήσει τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις που θα του επιτρέψουν να ανταγωνισθεί επιτυχώς, κατά τον 21ο αιώνα, το αμερικανικό κεφάλαιο (το οποίο επίσης βαδίζει με γοργά βήματα προς την περιχαράκωση του δικού του στρατοπέδου, από την Αλάσκα μέχρι το Μεξικό -όρα "ΝΑFΤΑ''- και, μεσοπρόθεσμα, μέχρι την Αργεντινή).
Η θεμελιώδης αυτή επιλογή των ισχυρών της Ευρώπης, η οποία και παρουσιάζεται από τουςοικονομολογούντες μισθοφόρους των εντύπων και ηλεκτρονικών "χαμαιτυπείων σκέψεως" ως "επιταγή των καιρών'', αναπόφευκτη λόγω "παγκοσμιοποίησης", επιφέρει αυτονοήτως την (τάχα... ανεξήγητη και παράδοξη) "έξαρση των εθνικισμών, των τοπικισμών και των θρησκευτικών φονταμενταλισμών''.
Πρώτον, διότι, προκειμένου να επιτύχει τον ζωτικό στρατηγικό στόχο του, το ισχυρό κεφάλαιο "έχει ξεγράψει'' πλέον το έθνος-κράτος, το οποίο του έγινε από καιρού "στενός κορσές'', και δεύτερον, διότι τα ευρέα κοινωνικά στρώματα που καλούνται να καταβάλουν το επαχθές τίμημα της "προσαρμογής'' στην "άτεγκτη επιταγή" της "παγκοσμιοποίησης'' αναζητούν ψυχολογική προστασία στο συναίσθημα του ''εμείς''.
Εκεί δε όπου το εθνικό συναίσθημα έχει υποχωρήσει, κατά ριπάς βαλλόμενον τόσον από τούς διεθνιστές του πλούτου όσον και από τους διεθνιστές της Αριστεράς, οι άνθρωποι καταφεύγουν στο άμεσον και εγγύτερον: στην τοπική κοινότητα ή περιφέρεια, όπου διασώζονται ακόμη κάποια στοιχεία -ας είναι και μία διάλεκτος- που θα μπορούσαν να διακρίνουν ''εμάς'' από τους "άλλους".
Οπότε η τοπική ιδιαιτερότης ανακηρύσσεται σε "εθνοτική/μειονοτική ταυτότητα'' και ανάγεται από τους πνιγμένους στον ωκεανό της "Νέας Τάξεως'' και της "παγκοσμιοποιημένης οικονομίας'' σε σανίδα σωτηρίας. Πολλώ μάλλον όταν το κεφάλαιο εκπέμπει το σαφές μήνυμα ότι η "Ενωμένη Ευρώπη'' δεν θα αποτελείται από έθνη-κράτη, αλλά από περιφέρειες, εκ των οποίων άλλες μεν (οι πιο "ευέλικτες'' και "ευπροσάρμοστες'') θα διάγουν εν ευημερία, ενώ οι άλλες, εκείνες που θα χάσουν το τρένο, θα αποτελούν, τρόπον τινά, το Χάρλεμ της Ευρώπης.
Το μήνυμα το έχουν ήδη λάβει οι ενδιαφερόμενοι: Στη Βόρειο Ιταλία και στην Καταλονία (Ισπανία) η πλειοψηφία δεν βιάζεται για απόσχιση, αλλά ήδη έχει λάβει την απόφαση ότι, εν ανάγκη, θα πηδήξει για να ανέβει στο τρένο του Μάαστριχτ, χωρίς να περιμένει τους "τεμπέληδες” του Νότου ή τους "γραφειοκράτες της πρωτεύουσας'', όπως έπραξαν και οι Σλοβένοι).
Η δημιουργία, λοιπόν, ενός υπερεθνικού ευρωπαϊκού Ράιχ υπό γερμανική ηγεμονία (αυτό κρύβεται πίσω από τον απατηλό τίτλο "ευρωπαϊκή ενοποίηση'') όχι μόνο δεν αντιτίθεται, αλλά απεναντίας προαπαιτεί την αποδυνάμωση των ιστορικών εθνών-κρατών της Ευρώπης δια του κατακερματισμού τους σε πολυάριθμα περιφερειακά εθνάρια. Και ο λυσιτελέστερος, λιγότερο ''επώδυνο'' και ηθικώς λιγότερο μεμπτός (επί το νεοελληνικότερον: ο πιο ''in'') τρόπος αποσταθεροποιήσεωςτης Ευρώπης είναι σήμερα το παιχνίδι με τις ''εθνοτικές και γλωσσικές μειονότητες''. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο έχουν ενταθεί, στη νέα περίοδο που διανύουμε διεθνώς μετά τις κοσμοϊστορικές αλλαγές των ετών 1989-91 και τη λήξη του διπολισμού, οι προσπάθειες των γερμανικών αναθεωρητικών κύκλων προς επαναχάραξη του χάρτη της Ευρώπης με γνώμονα τις ''μειονότητες''.
Ο απώτερος στόχος τους είναι και δεδομένος και ομολογημένος: Σ' ολόκληρη την Ευρώπη, από τη Γαλλία και τη Βρετανία μέχρι την Ελλάδα και την Κύπρο, διαβιούν 101.412.000 ''μειονοτικών'' ατόμων, κατά την επίσημη εκτίμηση της ''μετωπικής'' φασιστικής ''Φεντεραλιστικής Ενώσεως Ευρωπαϊκών Εθνοφυλετικών Ομάδων'' (σημ. FUEN). Αυτοί οι ''καταπιεζόμενοι μειονοτικοί'' έχουν ''ιερό δικαίωμα'' να προστατεύσουν την ''εθνοτική/γλωσσική ταυτότητα τους'', όπερ μεθερμηνεύεται (από τους Γερμανούς ''ειδήμονες'') σε χορήγηση εκτεταμένης αυτονομίας. Τότε και μόνον τότε τους επιτρέπεται να παραμένουν π.χ Γάλλοι πολίτες (ενώ είναι, κατά βάθος, ''Βουργουνδοί'', ''Νορμανδοί'', ''Οξιτανοί'' κ.λπ.) ή να παραμένουν π.χ Έλληνες (ενώ είναι, υποτίθεται, ''Μακεδόνες'', Βλάχοι, Αλβανοί, Τούρκοι, Γιουρούκοι, Σαρακατσάνοι κ.λπ.) Αν όμως υπάρξει κρίση στη σχέση της ''εθνοτικής μειονότητος'' με το κυρίαρχο έθνος-κράτος τότε η ''μειονότητα'' έχει το ''δικαίωμα αυτοδιαθέσεως'' και αποσχίσεως, και δια της βίας ακόμη.
Άρα, πυρίτιδα διατίθεται άφθονη, δοθέντος ότι οι Γερμανοί προτέκτορες των μειονοτήτων αναβιβάζουν σε ..282 τις ''εθνοτικές ομάδες'' που δήθεν ασφυκτιούν στα στενά σύνορα των 36 ευρωπαϊκών κρατών (και αριθμούν υπέρ τα 100 εκατομμύρια ''μειονοτικών'', ως προελέχθη). Βεβαίως, όλοι αυτοί δεν γνωρίζουν πάντοτε ότι ''εθνοτικώς'' δεν είναι Ιταλοί αλλά...Λομβαρδοί ή Γότθοι, ούτε ότι δεν είναι π.χ Έλληνες αλλά Μακεδόνες ή Αλβανοί εξελληνισθέντες -και, συνακόλουθα, δεν αντιλαμβάνονται πάντοτε ότι ''καταπιέζονται''. Όθεν πρέπει κάποιος ν ανάβει κάθε φορά το φυτίλι -τι διάβολο τους έχουμε τους εμπειρογνώμονες στα Ινστιτούτα και τους στέλνουμε και σε επιτόπιες αποστολές, δαπάναις του γερμανικού κράτους ή του ΟΑΣΕ;
Η προαναφερθείσα ''Φεντεραλιστική Ένωση Ευρωπαϊκών Εθνοφυλετικών Ομάδων'' υπήρξε η σπουδαιότερη ''μετωπική'' οργάνωση εξ όσων ανέλαβαν να προωθήσουν τους αναθεωρητικούς στόχους του ηττηθέντος γερμανικού φασισμού, κατά τη δύσκολη μεταπολεμική περίοδο, απετέλεσε δε το ''θερμοκήπιο'' όπου ευδοκήμισαν ή αναπαρήχθησαν ένα σωρό μπουμπούκια του γερμανικού φασιστικού χώρου. Δικαίως, λοιπόν, εκπροσωπείται στο Συμβούλιο του νεοϊδρυθέντος (τέλη 1996) ''Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτήτων'', που εδρεύει στο Φλένσμπουργκ της Βορείου Γερμανίας και διευθύνεται από τον ''μακεδονολόγο'' Στέφαν Τρέμπστ.
Έχουμε επανειλημμένως αναφερθεί στο ''Κέντρο Μειονοτήτων'' και στον διευθυντή του, και θα εξακολουθήσουμε να αναφερόμεθα, διότι είναι λίγα όσα και να γράψουμε για τον επικίνδυνο αποσταθεροποιητικό ρόλο του μηχανισμού αυτού, αποστολή του οποίου είναι, σε τελική ανάλυση, ο εθνοφυλετικός κατακερματισμός και η διάλυση της Ευρώπης με μοχλό τις ''μειονότητες''.
Η ίδρυση του νέου, αναβαθμισμένου, επιτελικού κέντρου στο Φλένσμπουργκ σηματοδοτεί μια ουσιαστική ποιοτική μεταβολή στον τρόπο εργασίας των γερμανικών αναθεωρητικών κύκλων. Η μεταβολή συνίσταται, πρώτον, στη θεαματική επέκταση του επιχειρησιακού πεδίου μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, δεύτερον, στην ανοικτή πλέον εμφάνιση των αναθεωρητών προς τα έξω, και τρίτον -παραλλήλως προς την πλήρη αξιοποίηση της πολυτίμου πείρας των βετεράνων του ψυχολογικού και ανατρεπτικού πολέμου- στην εντυπωσιακή και επιτυχή απόπειρα καλύψεως του επιχειρησιακού μετώπου με δυνάμεις προερχόμενες και από τον χώρο της Αριστεράς.
Η λήξη της διπολικής αντιπαλότητας Ανατολής - Δύσεως και η συνακόλουθη υπέρβαση της διαιρέσεως της Ευρώπης διήνοιξαν νέα πεδία δράσεως και δόξης λαμπρά για τούς Γερμανούς αναθεωρητές. Άλλωστε, η διάνοιξις δεν ήτο και τόσον νέα! Τό θέατρο επιχειρήσεων ήταν παλαιόθεν γνώριμο, ήδη δε από της δεκαετίας του '70, συνεπεία της "εκτονώσεως" του κλίματος που επέφερε η σοσιαλδημοκρατική "Ostpolitik'', είχε αρχίσει ο νέος γύρος της γερμανικής πολιτικής διεισδύσεως, μέσω Ινστιτούτων, "Ιδρυμάτων Πολιτικής Επιμορφώσεως'', "Εταιρειών ΝΑ Ευρώπης" κ.ο.κ.
Κατά τη δεκαετία τού '80, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (ΒΝΪ) αλώνιζε στην τότε Γιουγκοσλαβία, ενώ τα πάσης φύσεως και χρηματοδοτήσεως Ινστιτούτα προεξοφλούσαν στις εκδόσεις τους και στα σεμινάριά τους -φυσικά, με το αρμόζον στην περίπτωση ερωτηματικό- τη "Λιβανοποίηση της Γιουγκοσλαβίας'' (''Libanisierung Jugoslawiens"), την "επαναβαλκανοποίηση της Βαλκανικής'' ("Re-Balkanisierung des Balkans'') ή την "επανεθνικοποίηση της Ευρώπης” (''Re-Nationalisierung Europas'').
Τώρα, λοιπόν, που κατέπεσε το Σιδηρούν Παραπέτασμα, υπάρχει και μεγαλύτερη άνεση κινήσεων. Δεδομένης δε της ετοιμότητος των "απελευθερωθέντων από τον κομμουνιστικό ζυγό "'Ανατολικοευρωπαίων'' να "κάνουν τούμπες” προκειμένου να περάσουν τις γενικές πανευρωπαϊκές εξετάσεις για την εισαγωγή στο ανώτερο κλάμπ της Δύσεως (Ε.Ε.), οι αυτόκλητοι προστάτες των "εθνοτικών ομάδων'' της Ευρώπης έκριναν ότι δεν συντρέχει πια, μετά το 1991, και λόγος να κρύβονται - και ξεσπάθωσαν! Ή, όπως τεχνοκρατικώς το διετύπωσε ο διευθυντής του "Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτήτων" κατά τα εγκαίνια του Ιδρύματος, στις 4 Δεκεμβρίου 1996, "γεωγραφικός χώρος εργασίας του νέου θεσμού (Σ.Μ.: και... θεσμός, παρακαλώ!) είναι η Ευρώπη και σε μερικές περιπτώσεις τα συνορεύοντα προς αυτήν εδάφη, όπως η περιοχή της Μαύρης θάλασσας ή ο Καύκασος)''.
Είναι προφανές ότι η γερμανική εξωτερική πολιτική αναζητεί "μειονότητες" που θα της ανοίξουν τον δρόμο για να παρέμβει σε περιοχές πλούσεις σε πρώτες ύλες ή κρίσιμες γεωπολιτικώς (ή και τα δύο). Ο έχων ιστορική γνώση και κρίση ουδόλως εκπλήσσεται από την εξέλιξη αυτή - αρκείται να διαπιστώσει, για μία ακόμη φορά, αυτό που δεν έχει βαρεθεί να επαναλαμβάνει δις ημερησίως (σαν τον δούλο του Δαρείου!) εδώ και μερικές εβδομάδες, ο νέος (Πράσινος) υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας: την "kontinuitat" (συνέχεια) της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή η "συνέχεια" εκτείνεται πολύ μακριά, περισσότερο απ' όσο φαντάζονται διάφοροι αφελείς ευρωπαϊστές ή ανυποψίαστοι διεθνιστές, θα ήταν, εν τούτοις, μέγα σφάλμα να υποθέσουμε ότι το πεδίο της "ανθρωπιστικής" δράσεως των Γερμανών "Minderheitenexperten" ("εμπειρογνώμονες εις τα των μειονοτήτων") αλλά και το δυνητικό πεδίο της "ανθρωπιστικής'' επεμβάσεως της "Bundeswhr", των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, περιορίζεται στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Διότι εκεί μεν εγένετο η αρχή, εκεί συμβαίνουν, επί του παρόντος, και εκεί έπονται προσεχώς και οι λοιπές δημόσιες πρόβες: τη διάλυση της παλαιάς Γιουγκοσλαβίας, δια της αποσχίσεως των Σλοβένων, των Κροατών, των Βοσνίων μουσουλμάνων και των "Μακεδόνων" των Σκοπίων, ακολουθεί η κατά μέτωπον επίθεση εναντίον της κυρίως Σερβίας, με τον επιχειρούμενο ακρωτηριασμό του Κοσσυφοπεδίου/Μετοχίου, της Βοϊβοδίνας, του Σατζακίου και του Μαυροβουνίου, έπεται δε η ημετέρα Θράκη, όπου όλα είναι έτοιμα -ως και η σημαία- και το πάν εξαρτάται απλώς από το πότε οι Τούρκοι στρατηγοί θα κρίνουν ότι τους συμφέρει να πυροδοτήσουν την κρίση (οπότε πριν αλέκτορα φωνήσαι, θα καταφθάσουν, προστατευόμενοι από μάχιμες μονάδες του ΝΑΤΟ, της ΔΕΕ κ.λπ., οι "ειδικοί'' να "αποκλιμακώσουν'' την κρίση, εφαρμόζοντες και εδώ τα "μοντέλα" τους περί "διευρυμένης αυτονομίας" και "προστασίας μειονοτήτων''.
Αλλά υπάρχει και η Δυτική Ευρώπη!
Την οποία και δεν σκοπεύουν να αφήσουν έξω από τον χορό τα γερμανικά αναθεωρητικά στρατηγεία. Άς δώσουμε και πάλι τον λόγο στον διευθυντή του "Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτήτων" κ.Τρέμπστ: "Ναι μέν θά αφιερωθεί ιδιαιτέρα προσοχή στην Ανατολική Ευρώπη'', λέει ο "ειδικός'' που είχε αποσταλεί και ως παρατηρητής του γερμανικού ΥΠΕΞ στη "Μακεδονία'' την περίοδο 1992-93, για να πλέξει, κατά τα λεγόμενά του, "ένα χονδρό δίκτυο ανεπισήμων γνωριμιών''! "Αλλά'', συνεχίζει, "εάν θυμηθούμε τους τίτλους των ειδήσεων αυτής της χρονιάς για τη Βόρειο Ιρλανδία, τη Βισκαϊα, την Κορσική και την Κύπρο, θα αντιληφθούμε ότι δριμείες εθνοτικές διενέξεις δεν σημειώνονται μόνον στην περιοχή πίσω από το άλλοτε Σιδηρούν Παραπέτασμα''. Στό ζήτημα των "δικαιωμάτων των μειονοτήτων” έχουν μείνει πίσω καί "μερικές δυτικές χώρες".
Τι υποκρύπτεται, άραγε, πίσω από τον επιτηδείως καθησυχαστικό όρο "προστασία των μειονοτήτων'';
Και γιατί η τελευταία ανάγεται σε τόσο σημαντική προτεραιότητα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, προσλαμβάνουσα μάλιστα πανηπειρωτικές διαστάσεις και επιτάσσουσα την ενεργό παρέμβαση των Γερμανών "ειδικών" σε Ανατολή και Δύση; Κατά την τελετή των εγκαινίων του Κέντρου Μειονοτήτων, ο καθηγητής Κούρτ Σέλτερ (ανώτατος κρατικός αξιωματούχος με Βαθμό υφυπουργού) εξηγεί, λέγων τα εξής καταπληκτικά: "Ο πληθυσμός των περισσοτέρων κρατών της Ευρώπης δεν είναι εθνικώς ομοιογενής(...). Αντιπαραθέσεις προκύπτουν επειδή οι άνθρωποι δεν αισθάνονται ότι γίνονται αρκούντως σεβαστοί ως ιδιαιτέρα εθνοτική ταυτότης''.
Επιτακτική ανάγκη να σταθούμε σ' αυτό το τελευταίο και να το κατανοήσουμε σ' όλη την επικίνδυνη ου μην αλλά και φρικώδη διάστασή του. Κατά τη συλλογιστική αυτή, η Ευρώπη δεν σύγκειται από έθνη-κράτη ισοτίμων πολιτών, αλλά από φυλές "εθνοτικώς'' (δηλαδή βιολογικώς) όμοιων ατόμων. Συναντούμε δηλαδή την κλασική αντίθεση μεταξύ δύο αντιδιαμετρικών θεωρήσεων περί έθνους: αφ' ενός μεν της συγχρόνου δημοκρατικής περί έθνους αντιλήψεως και αφ' ετέρου της αρχαϊκής και βιολογιστικής (ρατσιστικής). Οι αναγνώστες και αναγνώστριές μας που έκαμαν τον κόπο (και σε μας την τιμή) να μελετήσουν το σχετικώς πρόσφατο πόνημα για την επιχειρουμένη "διάλυση της Ελλάδος και της Ευρώπης", θα θυμούνται ασφαλώς τη μείζονα σημασία την οποία αποδώσαμε στη διάσταση αυτή του ζητήματος των "μειονοτήτων", όχι μόνον για τη γεωπολιτική σταθερότητα και ασφάλεια αλλά και γι’ αυτήν ακόμη την πολιτική αυτοσυνειδησία και ανθρωπολογική αυτογνωσία της Ευρώπης.
Η δημοκρατική/συνταγματική περί έθνους αντίληψη θεωρείται πνευματικό κέντρο του Διαφωτισμού και κυριαρχεί στα έθνη-κράτη που προκύπτουν κατά τους νέους χρόνους στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική, δι' ο και αποκαλείται "Δυτική" ή ''Γαλλική Σχολή", έλκει όμως την καταγωγή της από την Αθηναϊκή Δημοκρατία του Κλεισθένους. Κατά την αντίληψη αυτή, μετά το τέλος του Μεσαίωνος, μετά τη λήξη των (ιδιαζόντως ειδεχθών) θρησκευτικών Πολέμων του 17ου αιώνος και, κυρίως, μετά την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, ο νεότερος "πεπολιτισμένος κόσμος'' συγκροτείται από κυρίαρχα έθνη-κράτη, τα οποία ιδρύθηκαν υπό ελευθέρων ανθρώπων και πολιτών, ελέω της γενικής βουλήσεως ("volonte generale'') αυτών των πολιτών, πανηγυρικώς εξαγγελθείσης ενώπιον θεού και ανθρώπων ("declaration"), και τα οποία έθνη αντλούν τη νομιμοποίησή τους ("legitimation") από την ελευθέρα, εκουσία, καθημερινή και οιονεί δημοψηφισματική έκφραση της πίστεως των πολιτών τους προς το Σύνταγμα και τα ιστορικά πεπρωμένα του έθνους.
Στον αντίποδα της αντιλήψεως αυτής ευρίσκεται η βιολογιστική περί έθνους αντίληψη, η οποία αναγορεύει πραγματικούς ή φαντασιακούς δεσμούς αίματος που υπήρξαν κατά την προ-νεωτερική "μεσαιωνική", περίοδο ("φυλή'' / "φρατρία'') σε "αντικειμενικά κριτήρια'' υπάρξεως ενός έθνους. Λόγοι πολιτικοψυχολογικοί (ο ούτω αποκληθείς "καθυστερημένος εθνικισμός'' του γερμανικού λαού, το συνακόλουθο σύμπλεγμα μειονεξίας έναντι των παλαιοτέρων εθνών- κρατών της Αγγλίας και της Γαλλίας) και οικονομικοί (η παγία στρατηγική επιδίωξη του γερμανικού κεφαλαίου περί συγκροτήσεως ενός ενιαίου ευρωπαϊκού γεωοικονομικού χώρου) εξηγούν την ευρύτατη διάδοση της ρατσιστικής αντιλήψεως περί έθνους μεταξύ των Γερμανών διανοουμένων και αστών, περί τα τέλη του 19ου αιώνος. Κατά τον πλέον ολοκληρωμένο και ριζοσπαστικό τρόπο εξεφράσθη αυτή η περί έθνους αντίληψη των γερμανικών ελίτ, η προτάσσουσα τα εθνοφυλετικά και (δήθεν) "αντικειμενικά'' κριτήρια, αντί του "υποκειμενικού'' κριτηρίου της βουλήσεως του πολίτου [1], με τον ναζισμό (ακριβέστερα: "εθνικοσοσιαλισμό" - "nationalsozialismus'').
Οι δηλώσεις, επομένως, του καθηγητή Σέλτερ, του Τρέμπστ και πολλών άλλων μπορούν να ερμηνευθούν ως εξαγγελία της αποφάσεως ισχυρών αναθεωρητικών κύκλων, που δρουν στα γερμανικά υπουργεία Εξωτερικών και Εσωτερικών, στις γερμανικές Υπηρεσίες Πληροφοριών και στα ποικιλώνυμα Ινστιτούτα και "think - thanks'', προς εφαρμογή μιας στρατηγικής έσωθεν ανατροπής της πολιτικής σταθερότητος των κρατών της Ευρώπης ("Subversionsstrategie'').
Για του λόγου το αληθές: Αναφερόμενος στην "εθνοτική ταυτότητα" των κατοίκων της Νοτίου Γαλλίας, ο Τρέμπστ δεν διστάζει να φαντασθεί το ενδεχόμενο, κάποιες ανακαλυφθείσες υπό του ιδίου "μειονότητες” να θελήσουν να ιδρύσουν δικό τους εθνικό κράτος! Με την ψυχραιμία που οφείλει να διέπει έναν καλό Γερμανό επιστήμονα, ο διευθυντής του "Κέντρου Μειονοτήτων" παρατηρεί:
Η δημιουργία, λοιπόν, ενός υπερεθνικού ευρωπαϊκού Ράιχ υπό γερμανική ηγεμονία (αυτό κρύβεται πίσω από τον απατηλό τίτλο "ευρωπαϊκή ενοποίηση'') όχι μόνο δεν αντιτίθεται, αλλά απεναντίας προαπαιτεί την αποδυνάμωση των ιστορικών εθνών-κρατών της Ευρώπης δια του κατακερματισμού τους σε πολυάριθμα περιφερειακά εθνάρια. Και ο λυσιτελέστερος, λιγότερο ''επώδυνο'' και ηθικώς λιγότερο μεμπτός (επί το νεοελληνικότερον: ο πιο ''in'') τρόπος αποσταθεροποιήσεωςτης Ευρώπης είναι σήμερα το παιχνίδι με τις ''εθνοτικές και γλωσσικές μειονότητες''. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο έχουν ενταθεί, στη νέα περίοδο που διανύουμε διεθνώς μετά τις κοσμοϊστορικές αλλαγές των ετών 1989-91 και τη λήξη του διπολισμού, οι προσπάθειες των γερμανικών αναθεωρητικών κύκλων προς επαναχάραξη του χάρτη της Ευρώπης με γνώμονα τις ''μειονότητες''.
Ο απώτερος στόχος τους είναι και δεδομένος και ομολογημένος: Σ' ολόκληρη την Ευρώπη, από τη Γαλλία και τη Βρετανία μέχρι την Ελλάδα και την Κύπρο, διαβιούν 101.412.000 ''μειονοτικών'' ατόμων, κατά την επίσημη εκτίμηση της ''μετωπικής'' φασιστικής ''Φεντεραλιστικής Ενώσεως Ευρωπαϊκών Εθνοφυλετικών Ομάδων'' (σημ. FUEN). Αυτοί οι ''καταπιεζόμενοι μειονοτικοί'' έχουν ''ιερό δικαίωμα'' να προστατεύσουν την ''εθνοτική/γλωσσική ταυτότητα τους'', όπερ μεθερμηνεύεται (από τους Γερμανούς ''ειδήμονες'') σε χορήγηση εκτεταμένης αυτονομίας. Τότε και μόνον τότε τους επιτρέπεται να παραμένουν π.χ Γάλλοι πολίτες (ενώ είναι, κατά βάθος, ''Βουργουνδοί'', ''Νορμανδοί'', ''Οξιτανοί'' κ.λπ.) ή να παραμένουν π.χ Έλληνες (ενώ είναι, υποτίθεται, ''Μακεδόνες'', Βλάχοι, Αλβανοί, Τούρκοι, Γιουρούκοι, Σαρακατσάνοι κ.λπ.) Αν όμως υπάρξει κρίση στη σχέση της ''εθνοτικής μειονότητος'' με το κυρίαρχο έθνος-κράτος τότε η ''μειονότητα'' έχει το ''δικαίωμα αυτοδιαθέσεως'' και αποσχίσεως, και δια της βίας ακόμη.
Άρα, πυρίτιδα διατίθεται άφθονη, δοθέντος ότι οι Γερμανοί προτέκτορες των μειονοτήτων αναβιβάζουν σε ..282 τις ''εθνοτικές ομάδες'' που δήθεν ασφυκτιούν στα στενά σύνορα των 36 ευρωπαϊκών κρατών (και αριθμούν υπέρ τα 100 εκατομμύρια ''μειονοτικών'', ως προελέχθη). Βεβαίως, όλοι αυτοί δεν γνωρίζουν πάντοτε ότι ''εθνοτικώς'' δεν είναι Ιταλοί αλλά...Λομβαρδοί ή Γότθοι, ούτε ότι δεν είναι π.χ Έλληνες αλλά Μακεδόνες ή Αλβανοί εξελληνισθέντες -και, συνακόλουθα, δεν αντιλαμβάνονται πάντοτε ότι ''καταπιέζονται''. Όθεν πρέπει κάποιος ν ανάβει κάθε φορά το φυτίλι -τι διάβολο τους έχουμε τους εμπειρογνώμονες στα Ινστιτούτα και τους στέλνουμε και σε επιτόπιες αποστολές, δαπάναις του γερμανικού κράτους ή του ΟΑΣΕ;
Η προαναφερθείσα ''Φεντεραλιστική Ένωση Ευρωπαϊκών Εθνοφυλετικών Ομάδων'' υπήρξε η σπουδαιότερη ''μετωπική'' οργάνωση εξ όσων ανέλαβαν να προωθήσουν τους αναθεωρητικούς στόχους του ηττηθέντος γερμανικού φασισμού, κατά τη δύσκολη μεταπολεμική περίοδο, απετέλεσε δε το ''θερμοκήπιο'' όπου ευδοκήμισαν ή αναπαρήχθησαν ένα σωρό μπουμπούκια του γερμανικού φασιστικού χώρου. Δικαίως, λοιπόν, εκπροσωπείται στο Συμβούλιο του νεοϊδρυθέντος (τέλη 1996) ''Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτήτων'', που εδρεύει στο Φλένσμπουργκ της Βορείου Γερμανίας και διευθύνεται από τον ''μακεδονολόγο'' Στέφαν Τρέμπστ.
Έχουμε επανειλημμένως αναφερθεί στο ''Κέντρο Μειονοτήτων'' και στον διευθυντή του, και θα εξακολουθήσουμε να αναφερόμεθα, διότι είναι λίγα όσα και να γράψουμε για τον επικίνδυνο αποσταθεροποιητικό ρόλο του μηχανισμού αυτού, αποστολή του οποίου είναι, σε τελική ανάλυση, ο εθνοφυλετικός κατακερματισμός και η διάλυση της Ευρώπης με μοχλό τις ''μειονότητες''.
Η ίδρυση του νέου, αναβαθμισμένου, επιτελικού κέντρου στο Φλένσμπουργκ σηματοδοτεί μια ουσιαστική ποιοτική μεταβολή στον τρόπο εργασίας των γερμανικών αναθεωρητικών κύκλων. Η μεταβολή συνίσταται, πρώτον, στη θεαματική επέκταση του επιχειρησιακού πεδίου μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, δεύτερον, στην ανοικτή πλέον εμφάνιση των αναθεωρητών προς τα έξω, και τρίτον -παραλλήλως προς την πλήρη αξιοποίηση της πολυτίμου πείρας των βετεράνων του ψυχολογικού και ανατρεπτικού πολέμου- στην εντυπωσιακή και επιτυχή απόπειρα καλύψεως του επιχειρησιακού μετώπου με δυνάμεις προερχόμενες και από τον χώρο της Αριστεράς.
Η λήξη της διπολικής αντιπαλότητας Ανατολής - Δύσεως και η συνακόλουθη υπέρβαση της διαιρέσεως της Ευρώπης διήνοιξαν νέα πεδία δράσεως και δόξης λαμπρά για τούς Γερμανούς αναθεωρητές. Άλλωστε, η διάνοιξις δεν ήτο και τόσον νέα! Τό θέατρο επιχειρήσεων ήταν παλαιόθεν γνώριμο, ήδη δε από της δεκαετίας του '70, συνεπεία της "εκτονώσεως" του κλίματος που επέφερε η σοσιαλδημοκρατική "Ostpolitik'', είχε αρχίσει ο νέος γύρος της γερμανικής πολιτικής διεισδύσεως, μέσω Ινστιτούτων, "Ιδρυμάτων Πολιτικής Επιμορφώσεως'', "Εταιρειών ΝΑ Ευρώπης" κ.ο.κ.
Κατά τη δεκαετία τού '80, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (ΒΝΪ) αλώνιζε στην τότε Γιουγκοσλαβία, ενώ τα πάσης φύσεως και χρηματοδοτήσεως Ινστιτούτα προεξοφλούσαν στις εκδόσεις τους και στα σεμινάριά τους -φυσικά, με το αρμόζον στην περίπτωση ερωτηματικό- τη "Λιβανοποίηση της Γιουγκοσλαβίας'' (''Libanisierung Jugoslawiens"), την "επαναβαλκανοποίηση της Βαλκανικής'' ("Re-Balkanisierung des Balkans'') ή την "επανεθνικοποίηση της Ευρώπης” (''Re-Nationalisierung Europas'').
Τώρα, λοιπόν, που κατέπεσε το Σιδηρούν Παραπέτασμα, υπάρχει και μεγαλύτερη άνεση κινήσεων. Δεδομένης δε της ετοιμότητος των "απελευθερωθέντων από τον κομμουνιστικό ζυγό "'Ανατολικοευρωπαίων'' να "κάνουν τούμπες” προκειμένου να περάσουν τις γενικές πανευρωπαϊκές εξετάσεις για την εισαγωγή στο ανώτερο κλάμπ της Δύσεως (Ε.Ε.), οι αυτόκλητοι προστάτες των "εθνοτικών ομάδων'' της Ευρώπης έκριναν ότι δεν συντρέχει πια, μετά το 1991, και λόγος να κρύβονται - και ξεσπάθωσαν! Ή, όπως τεχνοκρατικώς το διετύπωσε ο διευθυντής του "Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτήτων" κατά τα εγκαίνια του Ιδρύματος, στις 4 Δεκεμβρίου 1996, "γεωγραφικός χώρος εργασίας του νέου θεσμού (Σ.Μ.: και... θεσμός, παρακαλώ!) είναι η Ευρώπη και σε μερικές περιπτώσεις τα συνορεύοντα προς αυτήν εδάφη, όπως η περιοχή της Μαύρης θάλασσας ή ο Καύκασος)''.
Είναι προφανές ότι η γερμανική εξωτερική πολιτική αναζητεί "μειονότητες" που θα της ανοίξουν τον δρόμο για να παρέμβει σε περιοχές πλούσεις σε πρώτες ύλες ή κρίσιμες γεωπολιτικώς (ή και τα δύο). Ο έχων ιστορική γνώση και κρίση ουδόλως εκπλήσσεται από την εξέλιξη αυτή - αρκείται να διαπιστώσει, για μία ακόμη φορά, αυτό που δεν έχει βαρεθεί να επαναλαμβάνει δις ημερησίως (σαν τον δούλο του Δαρείου!) εδώ και μερικές εβδομάδες, ο νέος (Πράσινος) υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας: την "kontinuitat" (συνέχεια) της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή η "συνέχεια" εκτείνεται πολύ μακριά, περισσότερο απ' όσο φαντάζονται διάφοροι αφελείς ευρωπαϊστές ή ανυποψίαστοι διεθνιστές, θα ήταν, εν τούτοις, μέγα σφάλμα να υποθέσουμε ότι το πεδίο της "ανθρωπιστικής" δράσεως των Γερμανών "Minderheitenexperten" ("εμπειρογνώμονες εις τα των μειονοτήτων") αλλά και το δυνητικό πεδίο της "ανθρωπιστικής'' επεμβάσεως της "Bundeswhr", των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, περιορίζεται στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Διότι εκεί μεν εγένετο η αρχή, εκεί συμβαίνουν, επί του παρόντος, και εκεί έπονται προσεχώς και οι λοιπές δημόσιες πρόβες: τη διάλυση της παλαιάς Γιουγκοσλαβίας, δια της αποσχίσεως των Σλοβένων, των Κροατών, των Βοσνίων μουσουλμάνων και των "Μακεδόνων" των Σκοπίων, ακολουθεί η κατά μέτωπον επίθεση εναντίον της κυρίως Σερβίας, με τον επιχειρούμενο ακρωτηριασμό του Κοσσυφοπεδίου/Μετοχίου, της Βοϊβοδίνας, του Σατζακίου και του Μαυροβουνίου, έπεται δε η ημετέρα Θράκη, όπου όλα είναι έτοιμα -ως και η σημαία- και το πάν εξαρτάται απλώς από το πότε οι Τούρκοι στρατηγοί θα κρίνουν ότι τους συμφέρει να πυροδοτήσουν την κρίση (οπότε πριν αλέκτορα φωνήσαι, θα καταφθάσουν, προστατευόμενοι από μάχιμες μονάδες του ΝΑΤΟ, της ΔΕΕ κ.λπ., οι "ειδικοί'' να "αποκλιμακώσουν'' την κρίση, εφαρμόζοντες και εδώ τα "μοντέλα" τους περί "διευρυμένης αυτονομίας" και "προστασίας μειονοτήτων''.
Αλλά υπάρχει και η Δυτική Ευρώπη!
Την οποία και δεν σκοπεύουν να αφήσουν έξω από τον χορό τα γερμανικά αναθεωρητικά στρατηγεία. Άς δώσουμε και πάλι τον λόγο στον διευθυντή του "Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτήτων" κ.Τρέμπστ: "Ναι μέν θά αφιερωθεί ιδιαιτέρα προσοχή στην Ανατολική Ευρώπη'', λέει ο "ειδικός'' που είχε αποσταλεί και ως παρατηρητής του γερμανικού ΥΠΕΞ στη "Μακεδονία'' την περίοδο 1992-93, για να πλέξει, κατά τα λεγόμενά του, "ένα χονδρό δίκτυο ανεπισήμων γνωριμιών''! "Αλλά'', συνεχίζει, "εάν θυμηθούμε τους τίτλους των ειδήσεων αυτής της χρονιάς για τη Βόρειο Ιρλανδία, τη Βισκαϊα, την Κορσική και την Κύπρο, θα αντιληφθούμε ότι δριμείες εθνοτικές διενέξεις δεν σημειώνονται μόνον στην περιοχή πίσω από το άλλοτε Σιδηρούν Παραπέτασμα''. Στό ζήτημα των "δικαιωμάτων των μειονοτήτων” έχουν μείνει πίσω καί "μερικές δυτικές χώρες".
Τι υποκρύπτεται, άραγε, πίσω από τον επιτηδείως καθησυχαστικό όρο "προστασία των μειονοτήτων'';
Και γιατί η τελευταία ανάγεται σε τόσο σημαντική προτεραιότητα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, προσλαμβάνουσα μάλιστα πανηπειρωτικές διαστάσεις και επιτάσσουσα την ενεργό παρέμβαση των Γερμανών "ειδικών" σε Ανατολή και Δύση; Κατά την τελετή των εγκαινίων του Κέντρου Μειονοτήτων, ο καθηγητής Κούρτ Σέλτερ (ανώτατος κρατικός αξιωματούχος με Βαθμό υφυπουργού) εξηγεί, λέγων τα εξής καταπληκτικά: "Ο πληθυσμός των περισσοτέρων κρατών της Ευρώπης δεν είναι εθνικώς ομοιογενής(...). Αντιπαραθέσεις προκύπτουν επειδή οι άνθρωποι δεν αισθάνονται ότι γίνονται αρκούντως σεβαστοί ως ιδιαιτέρα εθνοτική ταυτότης''.
Επιτακτική ανάγκη να σταθούμε σ' αυτό το τελευταίο και να το κατανοήσουμε σ' όλη την επικίνδυνη ου μην αλλά και φρικώδη διάστασή του. Κατά τη συλλογιστική αυτή, η Ευρώπη δεν σύγκειται από έθνη-κράτη ισοτίμων πολιτών, αλλά από φυλές "εθνοτικώς'' (δηλαδή βιολογικώς) όμοιων ατόμων. Συναντούμε δηλαδή την κλασική αντίθεση μεταξύ δύο αντιδιαμετρικών θεωρήσεων περί έθνους: αφ' ενός μεν της συγχρόνου δημοκρατικής περί έθνους αντιλήψεως και αφ' ετέρου της αρχαϊκής και βιολογιστικής (ρατσιστικής). Οι αναγνώστες και αναγνώστριές μας που έκαμαν τον κόπο (και σε μας την τιμή) να μελετήσουν το σχετικώς πρόσφατο πόνημα για την επιχειρουμένη "διάλυση της Ελλάδος και της Ευρώπης", θα θυμούνται ασφαλώς τη μείζονα σημασία την οποία αποδώσαμε στη διάσταση αυτή του ζητήματος των "μειονοτήτων", όχι μόνον για τη γεωπολιτική σταθερότητα και ασφάλεια αλλά και γι’ αυτήν ακόμη την πολιτική αυτοσυνειδησία και ανθρωπολογική αυτογνωσία της Ευρώπης.
Η δημοκρατική/συνταγματική περί έθνους αντίληψη θεωρείται πνευματικό κέντρο του Διαφωτισμού και κυριαρχεί στα έθνη-κράτη που προκύπτουν κατά τους νέους χρόνους στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική, δι' ο και αποκαλείται "Δυτική" ή ''Γαλλική Σχολή", έλκει όμως την καταγωγή της από την Αθηναϊκή Δημοκρατία του Κλεισθένους. Κατά την αντίληψη αυτή, μετά το τέλος του Μεσαίωνος, μετά τη λήξη των (ιδιαζόντως ειδεχθών) θρησκευτικών Πολέμων του 17ου αιώνος και, κυρίως, μετά την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, ο νεότερος "πεπολιτισμένος κόσμος'' συγκροτείται από κυρίαρχα έθνη-κράτη, τα οποία ιδρύθηκαν υπό ελευθέρων ανθρώπων και πολιτών, ελέω της γενικής βουλήσεως ("volonte generale'') αυτών των πολιτών, πανηγυρικώς εξαγγελθείσης ενώπιον θεού και ανθρώπων ("declaration"), και τα οποία έθνη αντλούν τη νομιμοποίησή τους ("legitimation") από την ελευθέρα, εκουσία, καθημερινή και οιονεί δημοψηφισματική έκφραση της πίστεως των πολιτών τους προς το Σύνταγμα και τα ιστορικά πεπρωμένα του έθνους.
Στον αντίποδα της αντιλήψεως αυτής ευρίσκεται η βιολογιστική περί έθνους αντίληψη, η οποία αναγορεύει πραγματικούς ή φαντασιακούς δεσμούς αίματος που υπήρξαν κατά την προ-νεωτερική "μεσαιωνική", περίοδο ("φυλή'' / "φρατρία'') σε "αντικειμενικά κριτήρια'' υπάρξεως ενός έθνους. Λόγοι πολιτικοψυχολογικοί (ο ούτω αποκληθείς "καθυστερημένος εθνικισμός'' του γερμανικού λαού, το συνακόλουθο σύμπλεγμα μειονεξίας έναντι των παλαιοτέρων εθνών- κρατών της Αγγλίας και της Γαλλίας) και οικονομικοί (η παγία στρατηγική επιδίωξη του γερμανικού κεφαλαίου περί συγκροτήσεως ενός ενιαίου ευρωπαϊκού γεωοικονομικού χώρου) εξηγούν την ευρύτατη διάδοση της ρατσιστικής αντιλήψεως περί έθνους μεταξύ των Γερμανών διανοουμένων και αστών, περί τα τέλη του 19ου αιώνος. Κατά τον πλέον ολοκληρωμένο και ριζοσπαστικό τρόπο εξεφράσθη αυτή η περί έθνους αντίληψη των γερμανικών ελίτ, η προτάσσουσα τα εθνοφυλετικά και (δήθεν) "αντικειμενικά'' κριτήρια, αντί του "υποκειμενικού'' κριτηρίου της βουλήσεως του πολίτου [1], με τον ναζισμό (ακριβέστερα: "εθνικοσοσιαλισμό" - "nationalsozialismus'').
Οι δηλώσεις, επομένως, του καθηγητή Σέλτερ, του Τρέμπστ και πολλών άλλων μπορούν να ερμηνευθούν ως εξαγγελία της αποφάσεως ισχυρών αναθεωρητικών κύκλων, που δρουν στα γερμανικά υπουργεία Εξωτερικών και Εσωτερικών, στις γερμανικές Υπηρεσίες Πληροφοριών και στα ποικιλώνυμα Ινστιτούτα και "think - thanks'', προς εφαρμογή μιας στρατηγικής έσωθεν ανατροπής της πολιτικής σταθερότητος των κρατών της Ευρώπης ("Subversionsstrategie'').
Για του λόγου το αληθές: Αναφερόμενος στην "εθνοτική ταυτότητα" των κατοίκων της Νοτίου Γαλλίας, ο Τρέμπστ δεν διστάζει να φαντασθεί το ενδεχόμενο, κάποιες ανακαλυφθείσες υπό του ιδίου "μειονότητες” να θελήσουν να ιδρύσουν δικό τους εθνικό κράτος! Με την ψυχραιμία που οφείλει να διέπει έναν καλό Γερμανό επιστήμονα, ο διευθυντής του "Κέντρου Μειονοτήτων" παρατηρεί:
"Το εάν, επί παραδείγματι (...), οι Οξιτανοί στη Νότιο Γαλλία θα καταθέσουν ένα εθνικό σχέδιο, θα οργανώσουν ένα εθνικό κίνημα και, εν τέλει, αξιώσουν ένα δικό τους εθνικό κράτος, και ακόμη, το εάν θα πολεμήσουν γι’ αυτό ή όχι, αυτά είναι δύσκολα ερωτήματα, αλλά πάντως, σε μερικές περιπτώσεις, επείγοντα''.Κακού-κακού, όμως, οι υπολογισμοί έχουν γίνει. Ο "εμπειρογνώμων σε ζητήματα μειονοτήτων" Ράινερ Χόφμαν, φερόμενος ως συνδεόμενος με εξτρεμιστικούς κύκλους και μέλος του προεδρείου του Κέντρου Μειονοτήτων, διεπίστωσε, σε προ τριετίας εκδοθείσα μελέτη του περί της "προστασίας των μειονοτήτων στην Ευρώπη”, ότι το γαλλικό Σύνταγμα αρνείται την ύπαρξη "εθνοτικών μειονοτήτων επί της γαλλικής επικρατείας''. Όπερ αντιβαίνει προς τις "πραγματικές συνθήκες” που επικρατούν στη χώρα, όπου διαβιούν, κατά τους υπολογισμούς του Χόφμαν, περί τα 10.000.000 "Οξιτανοί'', 1.300.000 "άτομα'' στην Αλσατία και στη Λωραίνη, 600.000 "άτομα'' ομιλούντα τη βρετονική,100.000 ομιλούντες την καταλονική, 70.000 ομιλούντες την κορσικανική, 80.000 ομιλούντες τη βασκική και ισάριθμοι ομιλούντες τη φλαμανδική.
Οτι όλοι αυτοί -και 90 εκατομμύρια άλλοι "μειονοτικοί'' από την Ισπανία και το Βέλγιο μέχρι την Ελλάδα και τη Βουλγαρία- έχουν το "δικαίωμα" της αποσχίσεως, και δια της βίας ακόμη, εφ’ όσον το κυρίαρχο κράτος δεν τους επιτρέψει να "προστατεύσουν” αρκούντως την "εθνοτική τους ταυτότητα", μπορεί μεν να μη συνάδει στο παραμικρό με τις θέσεις του ΟΗΕ, αλλά αποτελεί διακεκηρυγμένη πεποίθηση των "ειδικών" του Φλένσμπουργκ. Η "βιαία μεταβολή των συνόρων" είναι, εν ενάγκη, μέσα στο πρόγραμμα.
Διότι, όπως εξηγεί ο κ. Τρέμπστ,
"ουδεμία μειονότης επιτρέπεται να κείται παραδεδομένη στο έλεος μιας καταπιεστικής συγκεντρωτικής κυβερνήσεως". Όθεν επιβάλλεται, επί του θέματος αυτού, "να υποχρεούνται ακόμη και ανεξάρτητα κράτη να αποδεχθούν την επέμβαση της διεθνούς κοινότητος''. Σε ορισμένες περιπτώσεις, "μόνον έτσι μπορεί να αποφευχθεί η κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των εθνοτικών ομάδων", δήλωνε ο Γερμανός "ειδικός" το 1996·Ώς παράδειγμα, ανέφερε... το Κοσσυφοπέδιο! Η περίπτωση του οποίου, όμως, δεν είναι παρά μέρος του "Αλβανικού Ζητήματος'', το οποίον Αλβανικόν Ζήτημα είναι, κατά τον διευθυντή του Ιδρύματος του Φλένσμπουργκ, "το οξύτατο εθνοπολιτικό και εδαφικό πρόβλημα της Βαλκανικής''. ''Ενα πρόβλημα, βεβαίως, που αφορά άμεσα και την Ελλάδα, στη βορειοδυτική γωνιά της οποίας ο Γερμανός αξιωματούχος έχει ανακαλύψει "αλβανικές μειονότητες''. Η κατάστασή τους "μπορεί ακόμη να χαρακτηρισθεί υποφερτή'' (τουτέστιν: λίγο ακόμη και θα έχουν το δικαίωμα της "δια της βίας μεταβολής των συνόρων''). Ο κ. Τρέμπστ διερωτήθηκε εάν, εν προκειμένω, μπορούν να βοηθήσουν τα παραδοσιακά μέσα της γερμανικής πολιτικής περί μειονοτήτων (επί λέξει: "πολιτιστική, προσωπική και εδαφική αυτονομία!). Κατά την κρίση του, στην εστία του Αλβανικού Ζητήματος, στην "κεντροβαλκανική περιοχή'' μεταξύ Κοσσυφοπεδίου, "Μακεδονίας" και ΒΔ Ελλάδος, απαιτούνται άλλα μέτρα:
''Έδώ φαίνεται επιβεβλημένη η καινοτόμος και συγχρόνως μαζική παρέμβαση διεθνών παραγόντων ισχύος. Ειδάλλως, η έκρηξη μιας συρράξεως που θα μεταδοθεί ως πυρκαγιά θα ήταν απλώς ζήτημα ολίγων χρόνων".Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι ο (τότε) διευθυντής του Ελληνικού Γραφείου Τύπου στη Βόννη κ. Ανδρέας Παπαδάτος διεμαρτυρήθη εντόνως για την ίδρυση του Κέντρου Μειονοτήτων, αλλά και κατήγγειλε δημοσίως τον κ. Τρέμπστ διότι έκαμε, ουσιαστικά, λόγο περί "αναθεωρήσεως των υφισταμένων από 70 ή 80 ετών κρατικών συνόρων''. Ο Έλληνας σύμβουλος Τύπου κατεδίκαζε την ύπουλη απόπειρα του προαναφερθέντος να ομιλήσει, σε δευτερεύουσες προτάσεις και χωρίς να το διατυπώνει ευθέως, περί υπάρξεως "αλβανικής μειονότητος'' εν Έλλάδι.Ο διευθυντής του Κέντρου "ανακαλύπτει μειονότητες ακόμη και εκεί όπου δεν υπαρχουν, ούτως ώστε να δημιουργεί τους όρους για μεταγενέστερες απόπειρες αποσταθεροποιήσεως'' (προφανώς εις ένδειξιν ηθικής αναγνωρίσεως για τις πρωτοβουλίες του, ο κ. Παπαδάτος "πήρε πόδι'' από το Γραφείο Τύπου Βόννης, στο πλαίσιο της εκσυγχρονιστικής επελάσεως του γραμματέως ενημερώσεως κ. Νικολάου).
Για να επιλέγουμε (προς το παρόν): Πέραν του ότι η αντίληψη των Γερμανών "ειδικών” περί του τι και ποιος εστί "μειονότης" μας επιστρέφει ολοταχώς στον (προνεωτερικό ή φασιστικό) Μεσαίωνα, απειλεί ευθέως να τινάξει στον αέρα το οικοδόμημα της διεθνούς πολιτικής. Ας αντιληφθούμε, επιτέλους, ότι οι κύριοι αυτοίδεν είναι μεμονωμένες περιπτώσεις, ούτε κάποιοι "περιθωριακοί" [2]. Είναι οι εκπρόσωποι της αρχούσης ιδεολογίας στην "ακαδημαϊκή κοινότητα'' και διαπλάθουν, εδώ και χρόνια, κάθε μέρα, κάθε εξάμηνο, τη συνείδηση χιλιάδων νέων (επιστημονικών συνεργατών, φοιτητών, διδακτόρων κ.ο.κ.), τους οποίους και εξαπολύουν, εν συνεχεία, ως "παρατηρητές" και "ειδικούς εις τα μειονοτικά" ανά την Ευρώπην -όπως απέστελλαν κάποτε τη Βέρμαχτ, και εν αναμονή της Μπούντεσβερ.
Πηγή: ΝΕΜΕCΙS - Τεύχος 15 Οκτωβρίου 1998
http://vlahofonoi.blogspot.gr/2014/01/1.html
http://www.berlin-athen.eu
http://dia-kosmos.blogspot.gr/